Όταν ο Αντώνης με την λογική ”έγραψε ιστορία”…

Αντώνης Τρίτσης

Ήταν 14 Μαρτίου του 1987 όταν απο το βήμα της Βουλής ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνης Τρίτσης προσπαθούσε δια των λόγων του και των επιχειρημάτων μιας σοβαρής κυβερνητικής πολιτείας, να βάλει τάξη στις οικονομικές και φορολογικές σχέσεις Κράτους κ΄ Εκκλησίας.

Η σύγκρουση της Εκκλησίας με την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου την διετία 1987-1988 ήταν μια σύγκρουση που έληξε με μια ξεκάθαρη νίκη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, καθώς στο τέλος ο τότε υπουργός Παιδείας Αντώνης Τρίτσης θυσιάστηκε στον πολιτικό βωμό του συμβιβασμού του Ανδρέα Παπανδρέου με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Λίγους μήνες μετά τη δεύτερη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 2ας Ιουνίου, ο τότε υπουργός Παιδείας Απόστολος Κακλαμάνης καταθέτει στη Βουλή  ( 14.10.1985), νομοσχέδιο για τη «ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας». Οι διατάξεις του νομοσχεδίου συζητήθηκαν στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος (18,19,20 Νοεμβρίου), η οποία αποφάσισε να στείλει υπόμνημα στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέoυ, με το οποίο, διαμαρτυρόταν «δια την ενέργειαν της κυβερνήσεως να προσέλθη εν αγνοία αυτής εις την σύνταξιν και κατάθεσιν του εν λόγω νομοσχεδίου, διότι κάτω από την μονομερή αυτήν πράξιν διαβλέπει τον κίνδυνον προστριβών μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, πράγμα το οποίον απεύχεται , αλλά και αποκρούει». Η Ιεραρχία ανέφερε ακόμη ότι είναι έτοιμη για διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση και πρόσθετε πως «δεν εννοεί , εν τούτοις, περιττόν να δηλώση ενταύθα ότι εις το πλαίσιον μιας ετεροβαρούς συμφωνίας θα εδέχετο η Εκκλησία να μεταβιβάση εις το Κράτος την δασικήν και αγροτικήν μοναστηριακήν περιουσίαν, λαμβάνουσα όμως αναταλλάγματα άλλης μορφής, ικανά να της εξασφαλίσουν ελευθερίαν και αξιοπρεπή ζωήν και δραστηριότητα».

Στις 13 Ιανουαρίου 1986 ο αρχιεπίσκοπος επισκέπτεται τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου στο Καστρί και Συζητούν το θέμα και στις 22 Φεβρουαρίου ο Ανδρέας Παπανδρέου παραλαμβάνει υπόμνημα, με το οποίο η Εκκλησία δηλώνει έτοιμη να παραχωρήσει τα 4/5 της δασικής και μοναστηριακής περιουσίας που διαχειριζόταν ο Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας-ΟΔΕΠ, καθώς και τα 4/5 των εκτάσεων των μονών που ανήκαν σε αυτές, με ανταλλάγματα την εξασφάλιση της κυριότητας των εκτάσεων που θα παρέμεναν στην Εκκλησία, την κατάργηση της εισφοράς του 35% των ναών κ.λπ. Ειδικότερα για τις εκτάσεις μεγάλης αξίας της Αττικής  (π.χ. Βουλιαγμένη) προτεινόταν η «ανάπτυξή τους εν συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας».

Στις θέσεις της Εκκλησίας απαντά τον Αύγουστο του 1986, ο νέος υπουργός Παιδείας Αντώνης Τρίτσης, προτείνοντας δύο εναλλακτικές ρεαλιστικές λύσεις:

-Με την πρώτη προβλεπόταν η υπογραφή συμφώνου 100 ετών για την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και η αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα παρέδιδαν το 10% από τις εισπράξεις στην Εκκλησία και το 5% στην Πολιτεία, ενώ για τις αστικές εκτάσεις ( τα λεγόμενα και «φιλέτα») πρότεινε τη δημιουργία ειδικού φορέα.

-Με τη δεύτερη λύση η Εκκλησία θα παραχωρούσε στην Πολιτεία τη  μη αστική περιουσία της με ορισμένα ανταλλάγματα.

Ακολούθησαν αλλεπάλληλες επαφές της τετραμελούς επιτροπής Μητροπολιτών που είχε ορίσει η Ιεραρχία (ο νυν αρχιεπίσκοπος και τότε μητροπολίτης Θηβών Ιερώνυμος, ο τότε μητρoπολίτης Δημητριάδος και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο νυν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος τότε μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως και ο τότε μητροπολίτης Τρίκκης Αλέξιος) με τον υπουργό Παιδείας, οι οποίες, όμως  κατέληξαν σε αδιέξοδο.

Τον Φεβρουάριο του 1987, γίνεται η τελευταία συνάντηση της επιτροπής των μητροπολιτών με τον Αντώνη Τρίτση, ο οποίος δηλώνει πως η Πολιτεία είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στη λύση του προβλήματος ακόμη και μονομερώς. Ως περιουσία των μοναστηριών αναγνωρίζονταν μόνο όσα είχαν τίτλους που είχαν μεταγραφεί στα Υποθηκοφυλακεία, ενώ στις 14 Μαρτίου από το βήμα της Βουλής ο Αντώνης Τρίτσης υπερασπίζεται το Νομοσχέδιο με τα παρακάτω λόγια:

”Απέναντι σε φωνές αρχιερέων και μητροπολιτών της εκκλησίας, οι οποίοι στις διαδηλώσεις με αποκαλούν ”Νεοσουλτάνο” έχω να απαντήσω πως η ίδια η Ιεραρχία της χωράς που υποστηρίζει ότι επιδιώκουμε τον διαχωρισμό της από το κράτος και πως όποια απόφαση της κυβέρνησης, θίγει το θρησκευτικό συναίσθημα εκκλησίας και λάου που αγωνίστηκαν από κοινού για τα ιερά και τα δικαία της πίστης στα χρονιά της τουρκοκρατίας. Έχω να πω πως όλα αυτά δεν έχουν σχέση με τα χρυσόβουλα και τα σουλτανικά φιρμάνια τα οποία κατέχει και καταθέτει ως τίτλους ιδιοκτησίας εκτάσεων και αγροτεμαχίων η Εκκλησία και οι μοναστηριακές αρχές, βάσει των οποίων καμία σοβαρή δυτική δημοκρατία δεν μπορεί να τα λάβει σοβαρά υπόψιν και με τα οποία προσπαθεί να πείσει την δικαιοσύνη, την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη πως της ανήκουν…

Ερωτώ λοιπόν ποία σοβαρή πολιτεία μπορεί να αποδεχθεί ”Τίτλους Ιδιοκτησίας” που δεν συνετάχθησαν από την ίδια άλλα από τα βουλοκέρια των προεστών και των κοτσαμπάσηδων αγάδων; για να τελειώνουμε δεν επιδιώκουμε καμία κλοπή της εκκλησιαστικής περιουσίας, πόσο  μάλλον να προσβάλλουμε την χριστιανική πίστη του λάου μας που μας εμπιστεύτηκε με την ψήφο του.

Αυτό το οποίο θέλουμε είναι η ένταξη της εκκλησιαστικής περιουσίας στο φορολογικό καθεστώς στο οποίο υπόκεινται όλοι οι Έλληνες πολίτες και αυτό δεν πρέπει να ενοχλεί την ιεραρχία και τον κλήρο καθώς όπως λέγαμε παλιά στο χωριό μου ”ή πάπας πάπας ή ζευγάς ζευγάς.”

Αντώνης Τρίτσης-Υπουργός παιδείας κ’ Θρησκευμάτων.(Ομιλία του στην βουλή για το νομοσχέδιο της εκκλησιαστικής περιουσίας-Μάρτιος του 1987).

Στις 2 Απριλίου του 1987 ο «νόμος Τρίτση» (1700/1987) , όπως έμεινε στην Ιστορία, ψηφίζεται στη Βουλή από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσωτ., ενώ οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας αποχώρησαν λίγο πριν αρχίσει η ψηφοφορία.

Στο νόμο συμπεριλήφθηκαν οι συμβιβαστικές τροπολογίες, τις οποίες κατάθεσε την τελευταία στιγμή ο υπουργός Παιδείας αναφορικά με τα δικαιώματα των μητροπολιτών στη συγκρότηση των μητροπολιτικών και εκκλησιαστικών συμβουλίων, που χαρακτηρίστηκαν από την Ιεραρχία, «προπέτασμα καπνού» και «εμπαιγμός».

Οι μητροπολίτες σκληραίνοντας τη στάση τους δήλωσαν πως δεν πρόκειται να εφαρμόσουν τα διατάγματα που θα έπρεπε να εκδοθούν για την εφαρμογή του νόμου και κάλεσαν την κυβέρνηση σε νέες συνομιλίες από «μηδενική βάση». Τα πυρά της Ιεραρχίας αρχίζουν σιγά σιγά να επικεντρώνονται στον υπουργό Παιδείας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τον πρωθυπουργό, ο οποίος καλείται να δώσει λύση στο πρόβλημα.

Ο Αντώνης Τρίτσης αποτελεί και την αιτία για τη μη πραγματοποίηση μέσα στον Αύγουστο του ιδίου έτους, δύο συναντήσεων του Παπανδρέου με τον Σεραφείμ. Ο αρχιεπίσκοπος αρνείται να συζητήσει παρουσία του αρμόδιου υπουργού Παιδείας. Οι συζητήσεις καταλήγουν σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία και στις 3 Νοεμβρίου ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος  υπογράφουν στο Καστρί το προσχέδιο συμφωνίας για τη μοναστική περιουσία, χωρίς την παρουσία του υπουργού Παιδείας ενώ ο Τρίτσης και άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ αντιδρούν έντονα στο συμβιβασμό.

Για τον Τρίτση δεν υπάρχουν πια περιθώρια παραμονής στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου…Εξαναγκάζεται σε παραίτηση στις 9 Μαίου 1988 και η πολιτική του εκδίωξη συνοδεύεται από την περίφημη φράση του Ανδρέα Παπανδρέου: «Αντώνη έγραψες Ιστορία».

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ