Ο γερμανικός Τύπος σχολιάζει τις πιθανότητες εκλογής αυτοδύναμης κυβέρνησης στην Ελλάδα, μετά την ανακοίνωση της ημερομηνία διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών στις 21 Μαΐου, καυτηριάζοντας τις διαρκείς εναλλαγές εκλογικών συστημάτων και την πριμοδότηση εδρών, όπως αναφέρει σε άρθρο της η Deutsche Welle.
Ο ανταποκριτής του RedaktionsNetzwerk Deutschland και της εφημερίδας Handelsblatt στην Ελλάδα, Γκερντ Χέλερ, γράφει: “Ο Μητσοτάκης προκήρυξε εκλογές δηλώνοντας πως “η χώρα και οι πολίτες της χρειάζονται καθαρούς ορίζοντες”. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός κυβερνά με απόλυτη πλειοψηφία εδώ και τέσσερα χρόνια. Όμως, είναι πιθανό να την χάσει στις επόμενες εκλογές. […] Με το σύστημα της απλής αναλογικής που εισήγαγε ο προκάτοχός του Αλέξης Τσίπρας, ένα κόμμα χρειάζεται τώρα τουλάχιστον το 47% των ψήφων για την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο των 300 εδρών.
Το συντηρητικό κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας απέχει πολύ από αυτόν τον στόχο, καθώς, αν και είναι το ισχυρότερο κόμμα, συγκεντρώνει μόλις 30% περίπου στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Ο Μητσοτάκης πάντως έχει δηλώσει ότι η απόλυτη πλειοψηφία είναι ο εκλογικός του στόχος και θέλει να προκηρύξει νέες εκλογές αν δεν σχηματιστεί κυβέρνηση μετά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση. Στη δεύτερη αναμέτρηση, θα εφαρμοστεί ο εκλογικός νόμος που εγκρίθηκε στις αρχές του 2020, ο οποίος εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών με περίπου 37% των ψήφων”.
Ο πρωθυπουργός “αποτίμησε θετικά την πρώτη του κοινοβουλευτική περίοδο, αναφέροντας πως “η Ελλάδα είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση το 2023 από ό,τι το 2019”. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, δημιουργήθηκαν 300.000 νέες θέσεις εργασίας, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε κατά 6%, οι συντάξεις και ο κατώτατος μισθός αυξήθηκαν. Και πράγματι, η χώρα τα πάει καλά οικονομικά, ενώ για το τρέχον έτος η ελληνική κεντρική τράπεζα αύξησε τώρα την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη από 1,5% σε 2,2%. Η κυβέρνηση αναμένει 2,3%”, αναφέρει ο δημοσιογράφος.
Ωστόσο, το δυστύχημα στα Τέμπη και το σκάνδαλο των υποκλοπών έχουν ζημιώσει την κυβέρνηση. “Σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, το προβάδισμα της Ν.Δ. έναντι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μειώθηκε κατά το ήμισυ, υποχωρώντας από το περίπου 7% σε 3-4%. Με βάσει την προβλεπόμενη εκλογική συμμετοχή, ο Μητσοτάκης θα έχανε την απόλυτη πλειοψηφία και στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Παρ’ όλα αυτά, ο συντηρητικός πρωθυπουργός στοιχηματίζει ότι θα καταφέρει να κερδίσει πίσω μέρος των απογοητευμένων ψηφοφόρων τις επόμενες εβδομάδες”, παρατηρεί ο Χέλερ.
Διαρκείς αλλαγές εκλογικών νόμων σε συνθήκες που εδραίωσαν τον δικομματισμό
Ο ρεπόρτερ της Frankfurter Allgemeine Zeitung στην Ελλάδα, Μίχαελ Μάρτενς, καυτηριάζει από την πλευρά του τα μεγάλα μπόνους εδρών που διαχρονικά λαμβάνει το πρώτο κόμμα των εκάστοτε εκλογών, αλλά και τις διαρκείς εναλλαγές εκλογικών συστημάτων. “Στην Ελλάδα, δεν παίρνουν αμφίβολα μπόνους μόνο οι μάνατζερ, αλλά και τα κόμματα. […] Σε όλες σχεδόν τις κοινοβουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις μετά την πτώση της δικτατορίας, ο εκλογικός νόμος προέβλεπε ένα “μπόνους νικητή”, το οποίο θα μπορούσε να ανέλθει ακόμη και σε 50 έδρες. Δεδομένου ότι το ελληνικό κοινοβούλιο έχει μόνο 300 έδρες, η πρόβλεψη αυτή διαστρέβλωνε σημαντικά τα εκλογικά αποτελέσματα, εξασφαλίζοντας συχνά, από την άλλη, σταθερές πλειοψηφίες σε ταραχώδεις εποχές”.
Βέβαια, “χωρίς τα πολιτικά μπόνους του παρελθόντος, η Ελλάδα μπορεί να μην βρισκόταν σήμερα στην Ευρωζώνη. Με το σύστημα της απλής αναλογικής, ο Αντώνης Σαμαράς, τότε επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας, δύσκολα θα μπορούσε να γίνει πρωθυπουργός το 2012. […] Αν ο Τσίπρας με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε έρθει στην εξουσία το 2012 αντί για το 2015, ίσως να μην είχε αποτραπεί ένα ενδεχόμενο Grexit”. Από την άλλη πλευρά όμως, στη μεταπολίτευση, τα μπόνους εδρών που λάμβανε το πρώτο κόμμα, “επέτρεψαν στη Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να εναλλάσσονται στην εξουσία για περίπου τέσσερις δεκαετίες. Δεν διαμορφώθηκαν συνασπισμοί και τα υπόλοιπα κόμματα παρέμειναν ως επί το πλείστον διακοσμητικά. Τα κυβερνώντα κόμματα κακοποίησαν το κράτος και έδρασαν ως κατάστημα self-service για τον εαυτό τους και τη δική τους πελατεία”, σχολιάζει καυστικά ο Μάρτενς.
Πάντως, “όποτε οι εκλογές διεξήχθησαν δίχως πριμοδότηση στο πρώτο κόμμα, η χώρα οδηγήθηκε αμέσως στην αστάθεια, με αποτέλεσμα τα μπόνους εδρών να επιστρέψουν. […] Επιπλέον, εάν στο τέλος μιας διακυβέρνησης προβλεπόταν ότι το μπόνους θα μπορούσε να ευνοήσει τον ανταγωνισμό στις επόμενες εκλογές, ο πειρασμός ήταν πάντα προφανής να καταργηθεί ο κανονισμός βραχυπρόθεσμα ή να προσαρμοστεί στην τρέχουσα ισορροπία δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα, από το 1974 δεν έχουν διεξαχθεί σχεδόν καθόλου βουλευτικές εκλογές με το ίδιο δικαίωμα ψήφου στην Ελλάδα”, όπως συνέβη δηλαδή και με τις αλλαγές του εκλογικού νόμου που ψήφισαν διαδοχικά οι κυβερνήσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και της Ν.Δ.
Ο συντάκτης της F.A.Z. συμφωνεί, τέλος, με όσα γράφει ο Γκερντ Χέλερ για τις πιθανότητες εκλογής μίας αυτοδύναμης κυβέρνησης. Ακόμη και στο ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών, “κανένα κόμμα δεν θα πλησιάζει το απαιτούμενο 40% και άρα το μπόνους για την απόλυτη πλειοψηφία εδρών. Από το κυβερνητικό στρατόπεδο ειπώθηκε ήδη ότι τότε θα πρέπει να ενισχυθεί το σύστημα πριμοδότησης. Το καθήκον του εκλογικού νόμου είναι να οδηγήσει σε “ισχυρές και σταθερές κυβερνήσεις”, όπως δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Αλλά οι εποχές της εναλλασσόμενης αυτοδυναμίας δύο κομμάτων στην Ελλάδα μάλλον έχουν παρέλθει – με ή χωρίς μπόνους”, καταλήγει ο δημοσιογράφος.