Γράφει ο Δημήτρης Γαλλής
Το 2007, θυμόμαστε οι περισσότεροι ήταν μια χρονιά με μεγάλο αριθμό πυρκαγιών, οι οποίες προκάλεσαν και πολλούς θανάτους. Τρεις νεκροί στην πυρκαγιά του Αιγίου τον Ιούλιο και τριάντα επτά νεκροί στην πυρκαγιά του Αυγούστου στη Ζαχάρω της Ηλείας. Οι θάνατοι οφείλονταν είτε στην άρνηση των θυμάτων να εγκαταλείψουν την περιοχή είτε, κυρίως στην απουσία σαφών οδηγιών και σχεδίων εκκένωσης. Στην Αρτέμιδα Ηλείας είκοσι πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να απομακρυνθούν από τη φωτιά καταλήγοντας εγκλωβισμένοι από αυτήν.
Εκείνο το καλοκαίρι οι φωτιές που ξέσπασαν ήταν πάρα πολλές, όπως πολλές υπήρξαν οι ζημιές και κυρίως πολλοί οι θάνατοι. Το όλο φαινόμενο αντιμετωπίστηκε κυρίως ως πολιτικό ζήτημα και αντιμετωπίστηκε, όπως όλοι πιθανώς θυμόμαστε, με πολιτικά μέσα: Άμεση διανομή χρημάτων για την ανακούφιση των πληγέντων, «ο στρατηγός άνεμος» κατά δήλωση Πολύδωρα, αρκετές ατεκμηρίωτες πάντα θεωρίες για εμπρησμούς από ξένες δυνάμεις και στο τέλος εκλογές και εκ νέου επικράτηση από τον Κώστα Καραμανλή !
Την εποχή εκείνη η έννοια της πολιτικής προστασίας απλώς δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό μας. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ούτε οργανωμένη κρατική δομή, ούτε απαίτηση από την κοινωνία να υπάρξει τέτοια. Άλλοι βολεύονταν με την μοιρολατρεία του τύπου «δεν μπορούμε να νικήσουμε τη φύση», άλλοι με θεωρίες συνωμοσίας και κάποιοι άλλοι με την «αποδοχή» ότι αυτά είναι τα όρια του κρατικού μας μηχανισμού. Πολιτική προστασία με την έννοια της πρόληψης, της επιφυλακής, της κατάστρωσης σχεδίων, της στοχοθεσίας και της απόκτησης μέσων και υλικών για την εξυπηρέτηση όλων αυτών απλά δεν υπήρχε ως σκέψη είτε των πολιτικών ταγών είτε των ψηφοφόρων.
Δέκα χρόνια μετά, το 2017, συνέβησαν οι πλημμύρες της Μάνδρας με αποτέλεσμα 24 νεκρούς. Και τότε το φαινόμενο αντιμετωπίστηκε με τη, συνήθη, ελληνική πολιτικολογία. Πολιτική προστασία εξακολουθούσε να μην υπάρχει, η δεν κοινή γνώμη εξακολουθούσε να μη τη ζητά.
Την αμέσως επόμενη χρονιά συνέβη η πυρκαγιά στο Μάτι. Εκατό τέσσερεις νεκροί, πολλοί τραυματίες και η περιοχή κρανίου τόπος. Η πολιτική προστασία τότε συνίστατο σε ένα γραφείο, με ένα τηλέφωνο και τους αρμόδιους να λείπουν σε διακοπές. Σχέδια στα χαρτιά, πάντοτε, υπήρχαν. Συνείδηση και βούληση να εφαρμοστούν και να υποστηριχθούν με μέσα, προσωπικό και μεθοδολογία δεν υπήρχε και εν μέρει, κυρίως από την πλευρά των πολιτών, εξακολουθεί να μην υπάρχει.
Και σε αυτή την περίπτωση, φυσικά, αναπτύχθηκε η συνήθης πολιτικολογία, η οποία εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Την εβδομάδα που πέρασε συμπληρώθηκαν επτά χρόνια από τη μεγάλη καταστροφή και οι πληγές δεν έχουν ακόμη επουλωθεί ή έστω υποχωρήσει στο μνημονικό μας.
Από τότε η πολιτική προστασία στη χώρα απέκτησε άλλο νόημα. Η απλή, ως τότε, γραμματεία, αναβαθμίστηκε ως σήμερα σε υπουργείο. Στελεχώθηκε, δημιουργήθηκε οργανόγραμμα, αποκτήθηκαν μέσα, τέθηκαν κανόνες συντονισμού των εμπλεκομένων, ορίστηκαν επιχειρησιακοί στόχοι. Δημιουργήθηκε το 112, εργαλείο που αποδείχθηκε κρίσιμο στο συντονισμό των πολιτών και στην παροχή οδηγιών στους πολίτες για την αντιμετώπιση των φαινομένων. Κυρίως όμως, δημιουργήθηκε κουλτούρα συμμόρφωσης.
Φυσικά και η δημιουργία του 112, όπως και η οργάνωση της πολιτικής προστασίας, δεν έμειναν έξω από την πολιτική αντιπαλότητα. Ο μηχανισμός κατακρίθηκε ως βιτρίνα και στοχοποιήθηκε ως «υποκριτικός» με την έννοια ότι η διάσωση προσώπων σήμαινε αδιάκριτη καταστροφή ζώων και περιουσιών. Το πραγματικό γεγονός όμως είναι ότι από της αναβαθμίσεως της πολιτικής προστασίας σημειώθηκαν πολλά και βίαια συμβάντα, χειμώνα και καλοκαίρι, οι απώλειες όμως περιορίστηκαν δραστικά. Οι όποιες ανθρώπινες απώλειες σημειώθηκαν οφείλονται κυρίως στην άρνηση συμμόρφωσης προς τις οδηγίες των αρχών. Ακριβώς τα πολλά και βίαια συμβάντα σε συνδυασμό με το ελάχιστο των ανθρώπινων απωλειών ήταν αυτό που έκανε τους πολλούς να πιστέψουν, εκ του αποτελέσματος, ότι κάτι σωστό εξελίσσεται.
Δημιουργήθηκε ήδη νοοτροπία εκκενώσεων και πίστη ότι οι αρμόδιοι της πολιτικής προστασίας και τα σώματα ασφαλείας γνωρίζουν τη δουλειά τους και μπορούν και φέρνουν αποτελέσματα.
Είναι δεδομένο ότι εντάσσοντας στην πολιτική αντιπαράθεση θέματα καθημερινής επιβίωσης αδικούμε και ορισμένες φορές καταστρέφουμε κυριολεκτικά εαυτούς. Είναι επίσης δεδομένο ότι έχουμε ένα κράτος με πολλά οργανωτικά προβλήματα. Αυτό που δεν συνειδητοποιούμε όμως είναι ότι το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όταν πιστεύουμε ότι εμείς μόνοι μας θα σβήσουμε τη φωτιά στο σπίτι μας, καλύτερα από τον πυροσβέστη και αρνούμαστε να εκκενώσουμε, ενδεχομένως αυτοκτονούμε. Το ίδιο ισχύει και με το οικόπεδο που αφήνουμε ακαθάριστο, το ρέμα δίπλα στο σπίτι μας που δεν καθαρίζουμε, τις βόλτες που κάνουμε όταν η μετεωρολογική προβλέπει θύελλες και κεραυνούς. Είναι τέλος δεδομένο ότι το σβήσιμο μιας φωτιάς δεν είναι πολιτικό ζήτημα, αλλά επιχειρησιακό.
Η πολιτική οφείλει να παράσχει τα μέσα, τα οποία, οφείλουμε να γνωρίζουμε, ποτέ δεν θα φτάνουν. Οφείλουμε όμως όλοι, πάντοτε να προσπαθούμε για το καλύτερο με τα μέσα που έχουμε και κυρίως να διδασκόμαστε μετά από κάθε καταστροφή. Να μελετάμε, να εντοπίζουμε τις αδυναμίες και να βελτιώνουμε δομές και διαδικασίες. Και ναι, οφείλουμε να δείχνουμε εμπιστοσύνη στους αρμόδιους. Είναι κυριολεκτικά βλακώδες να νομίζουμε ότι γνωρίζουμε καλύτερα τη δουλειά του άλλου !
Από την Ηλεία ως το Μάτι, ουδεμία πρόοδος σημειώθηκε και για να πολιτικολογήσουμε, στο διάστημα αυτό κυβέρνησαν, διαδοχικά, όλοι. Από το Μάτι και μετά η έννοια της πολιτικής προστασίας έλαβε θέση στη συνείδηση της κοινωνίας και έφερε απτά αποτελέσματα.
Χρειάστηκαν περισσότερες από μία τραγωδίες για να πράξουμε το αυτονόητο: να μελετήσουμε, να διδαχθούμε και να ξεκινήσουμε να διορθωνόμαστε. Αυτό οφείλει να κάνει κάθε συντεταγμένη πολιτεία, αυτό πρέπει να απαιτεί ένας σωστός πολίτης. Ναι, δεν μπορούμε να νικήσουμε τη φύση, μπορούμε όμως να προσαρμοζόμαστε για να επιβιώνουμε.