Η συζήτηση για τους μισθούς επέστρεψε στο προσκήνιο, αυτή τη φορά όχι με συνθήματα, αλλά με σχέδιο, χρονοδιάγραμμα και ευρωπαϊκούς κανόνες. Κάτι που από μόνο του διαφοροποιεί τη σημερινή πραγματικότητα από τα χρόνια των εύκολων υποσχέσεων και των «λεφτόδεντρων». Η κοινωνική συμφωνία που προωθείται από την κυβέρνηση δεν πουλάει αυταπάτες, δεν υπόσχεται άμεσες μαγικές αυξήσεις και –κυρίως– δεν κοροϊδεύει τους εργαζόμενους.
Η αλήθεια είναι απλή και συχνά άβολη: οι μισθοί δεν αποκαθίστανται με ένα άρθρο νόμου, ούτε με μια υπογραφή σε υπουργικό γραφείο. Χρειάζονται χρόνος, παραγωγική οικονομία και θεσμική σταθερότητα. Και αυτά ακριβώς είναι τα στοιχεία που επιχειρεί να επαναφέρει η κυβέρνηση, βάζοντας ξανά στο τραπέζι τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, χωρίς εξαναγκασμούς και χωρίς ιδεοληψίες.
Σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου οι αυξήσεις εξαγγέλλονταν στα μικρόφωνα αλλά χάνονταν στην πράξη, σήμερα μπαίνουν βάσεις. Η κυβέρνηση λέει καθαρά ότι ο κατώτατος μισθός είναι το ελάχιστο και όχι το ταβάνι. Από εκεί και πέρα, η πραγματική αύξηση περνά μέσα από κλαδικές συμβάσεις, διάλογο και συμφωνίες που αντέχουν στον χρόνο – όχι μέσα από κραυγές και μονομερείς επιβολές.
Και εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται και η πολιτική διαφορά. Από τη μία, μια κυβέρνηση που χτίζει θεσμικό πλαίσιο και εμπιστοσύνη. Από την άλλη, όσοι επένδυσαν στην κατάρρευση και σήμερα θυμούνται τους εργαζόμενους μόνο για να κάνουν αντιπολίτευση. Οι ίδιοι που κατήργησαν συμβάσεις, τώρα εμφανίζονται ως προστάτες τους.
Η αποκατάσταση των μισθών δεν θα έρθει σε μια νύχτα. Θα έρθει όμως με σταθερά βήματα, πραγματικές συμφωνίες και μια οικονομία που δουλεύει. Και αυτό, όσο κι αν ενοχλεί, είναι πολιτική επιλογή με υπογραφή.





