Σε μια περίοδο κατά την οποία η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την οικονομία, την ανάπτυξη και την ανάγκη για σταθερότητα, η κυβέρνηση φέρνει ένα μέτρο που δεν αφορά μόνο αριθμούς, αλλά ανθρώπους. Η συμφωνία για την επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), την οποία παρουσίασε η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως, αποτελεί κάτι περισσότερο από μια θεσμική μεταρρύθμιση: είναι ένα πολιτικό σήμα κατεύθυνσης, ένα μήνυμα ότι η χώρα βαδίζει πλέον σε ένα νέο, ώριμο εργασιακό μοντέλο.
Για χρόνια, οι ΣΣΕ ήταν το γράμμα ενός νόμου που είχε χάσει το περιεχόμενο του. Περιορισμένες από τα μνημόνια, συρρικνωμένες μέσα στη ζούγκλα των ατομικών συμβάσεων, είχαν καταλήξει να λειτουργούν ως υπενθύμιση ενός άλλου, παλαιότερου εργασιακού τοπίου. Σήμερα, η κυβέρνηση επιχειρεί να ανακόψει αυτή την πορεία, όχι με συνθήματα, αλλά με μια συμφωνία που προέκυψε ύστερα από επτά μήνες ουσιαστικής διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους. Όχι δηλαδή με επιβολή, αλλά με συνεννόηση — κάτι που στην Ελλάδα συχνά μοιάζει με άθλο.
Συλλογικές Διαπραγματεύσεις: Από το Παρελθόν στο Μέλλον
Εδώ βρίσκεται το πιο ενδιαφέρον στοιχείο: η νέα εργασιακή πολιτική δεν επιδιώκει απλώς να ικανοποιήσει μια συνδικαλιστική ατζέντα, ούτε να καλλιεργήσει ένα κλίμα κυβερνητικής εύνοιας. Επιδιώκει να χτίσει ένα περιβάλλον σταθερότητας. Οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρομεσαίες, λειτουργούν καλύτερα όταν μπορούν να προβλέψουν το κόστος και τις υποχρεώσεις τους. Οι εργαζόμενοι αποδίδουν περισσότερο όταν έχουν σιγουριά, όχι όταν ζουν με τον φόβο ότι ο μισθός τους μπορεί να εξανεμιστεί μέσα σε μία λήξη σύμβασης.
Η συμφωνία προβλέπει εύκολη επέκταση των συλλογικών συμβάσεων, διαρκή προστασία εργαζομένων ακόμη και μετά τη λήξη τους και ταχύτερη επίλυση εργασιακών διαφορών. Με απλά λόγια: τέλος στις γκρίζες ζώνες. Τέλος στην πρακτική «συμβάσεις–λάστιχο». Ο εργαζόμενος θα ξέρει τι δικαιούται, και ο εργοδότης τι πρέπει να παρέχει.
Αυτή η σταθερότητα είναι βαθιά φιλοεπενδυτική. Γιατί η οικονομία δεν χρειάζεται μόνο κεφάλαια, χρειάζεται και θεσμούς που εμπνέουν εμπιστοσύνη. Δεν είναι τυχαίο ότι διεθνείς αγορές και επενδυτές αξιολογούν τις χώρες όχι μόνο με βάση την ανάπτυξη, αλλά και την ποιότητα της εργασίας που προσφέρει το κράτος στους ανθρώπους του.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν επιλέγει τον εύκολο δρόμο μιας δήθεν φιλελεύθερης ασυδοσίας. Επιλέγει μια ώριμη στρατηγική: ανάπτυξη με κοινωνικό συμβόλαιο. Σε μια εποχή όπου η πόλωση είναι παντού, το υπουργείο Εργασίας επέλεξε τον διάλογο και την προσαρμογή. Χτίζει μια αγορά εργασίας που δεν χάνει την ανταγωνιστικότητά της, αλλά την ενισχύει μέσα από την ασφάλεια.
Οι εργαζόμενοι αποκτούν φωνή και δικαιώματα, οι επιχειρήσεις αποκτούν προβλεψιμότητα και οι κοινωνικοί εταίροι γίνονται πραγματικοί συνδιαμορφωτές πολιτικής. Άσχημο δεν το λες. Για ιστορικό, μάλλον ακούγεται.





