Την εβδομάδα που διανύουμε, η Ελλάδα αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο του γεωπολιτικού παιχνιδιού της Δύσης με τη Ρωσία. Και όχι τυχαία. Με αφορμή τις εργασίες του συνεδρίου της Σύμπραξης για τη Διατλαντική Ενεργειακή Συνεργασία (P-TEC), που θα φιλοξενηθεί στην Αθήνα στις 6 και 7 Νοεμβρίου, αναζωπυρώνονται τα σενάρια που θέλουν την Ελλάδα να παίζει ρόλο–κλειδί στους σχεδιασμούς για την πλήρη απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η συγκυρία είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ανακοινώσει τη σταδιακή απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, τόσο μέσω αγωγών όσο και υγροποιημένου (ΥΦΑ), με πλήρη απαγόρευση από την 1η Ιανουαρίου 2028. Το μέτρο, που είχε προτείνει η Κομισιόν την άνοιξη, επιδιώκει να περιορίσει τα ρωσικά έσοδα που χρηματοδοτούν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όμως, η ενεργειακή εξάρτηση πολλών κρατών-μελών από τη Μόσχα εξακολουθεί να είναι δεδομένη, δίνοντας στο Κρεμλίνο περιθώρια εκβιασμού.
Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί ένα τεράστιο κενό στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, το οποίο οι ΗΠΑ φιλοδοξούν να καλύψουν με την αύξηση των εξαγωγών LNG. Η Ουάσινγκτον επενδύει πλέον ξεκάθαρα στη μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο ενεργειακής διασύνδεσης της νοτιοανατολικής Ευρώπης με τις αμερικανικές και αζέρικες πηγές ενέργειας.
Η Ελλάδα κόμβος ενέργειας για τη Νοτιοανατολική και Κεντρική Ευρώπη
Το λεγόμενο «Vertical Corridor», ο Κάθετος Διάδρομος φυσικού αερίου, αποτελεί την αιχμή του δόρατος αυτής της στρατηγικής. Πρόκειται για ένα δίκτυο αγωγών και τερματικών σταθμών που ξεκινά από τη Ρεβυθούσα και την Αλεξανδρούπολη και καταλήγει μέσω Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ουγγαρίας, Σλοβακίας και Μολδαβίας στην Ουκρανία. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζεται η πολύτιμη ενεργειακή διαφοροποίηση και ενισχύεται η ανθεκτικότητα της Ευρώπης απέναντι στους ρωσικούς εκβιασμούς.
Η Αθήνα, μέσω των υποδομών της, γίνεται ο φυσικός διαμετακομιστικός κόμβος του αμερικανικού LNG και του αζέρικου αερίου, προσδίδοντας στη χώρα γεωπολιτικό βάρος δυσανάλογο του μεγέθους της. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο έχει την πλήρη στήριξη τόσο της Ουάσινγκτον όσο και των Βρυξελλών, καθώς στοχεύει να τεθεί σε πλήρη λειτουργία έως το 2027.
Η επένδυση αυτή δεν αφορά μόνο ενεργειακές ποσότητες, αλλά και πολιτικό κεφάλαιο. Η Ελλάδα, με τις στρατηγικές της συνεργασίες και την ενεργειακή της αξιοπιστία, καθίσταται κρίσιμος παράγοντας σταθερότητας για τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη.
Η Δύση επενδύει στην Αθήνα – Η πολιτική διάσταση της ενεργειακής συνεργασίας
Το διήμερο της διάσκεψης στην Αθήνα, οι ΗΠΑ και η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους στη διατλαντική ενεργειακή συνεργασία. Στο συνέδριο θα συμμετάσχουν κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, όπως ο υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ και ο υπουργός Εσωτερικών Νταγκ Μπέργκαμ, επικεφαλής του Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας των ΗΠΑ, καθώς και αντιπροσωπείες από 25 χώρες και δεκάδες πολυεθνικούς ενεργειακούς ομίλους.
Ο Μπέργκαμ, που επιστρέφει στην Αθήνα μέσα σε λίγες εβδομάδες, είχε ήδη επαφές με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Ενέργειας Σταύρο Παπασταύρου, υπογραμμίζοντας το διαρκές αμερικανικό ενδιαφέρον για την ενίσχυση των ελληνικών υποδομών. Δεν πρόκειται για αποσπασματική πρωτοβουλία, αλλά για συνέχεια μιας στρατηγικής πορείας που ξεκίνησε επί θητείας του πρώην πρέσβη Τζέφρι Πάιατ, με την ώθηση που δόθηκε στα έργα της Αλεξανδρούπολης και του αγωγού Ελλάδας–Βουλγαρίας.
Το γεγονός ότι σήμερα συζητείται ήδη η δημιουργία δεύτερου πλωτού σταθμού FSRU στην Αλεξανδρούπολη, αποδεικνύει πως η Ελλάδα έχει πλέον αναβαθμιστεί θεσμικά και γεωπολιτικά. Από περιφερειακός παίκτης, εξελίσσεται σε στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ και της Ε.Ε., διαμορφώνοντας τις νέες ισορροπίες ισχύος στη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η Αθήνα, με σταθερή και φιλοδυτική πυξίδα, κεφαλαιοποιεί την εμπιστοσύνη που έχει κερδίσει, προβάλλοντας ως αξιόπιστος συνομιλητής και κρίσιμος κρίκος στην ενεργειακή αλυσίδα της Δύσης. Και αυτό είναι κάτι που δεν περνά απαρατήρητο – ούτε από την Ουάσινγκτον, ούτε από τη Μόσχα.





