Η Ελλάδα σε ρόλο εγγυητή σταθερότητας: Η νέα στρατηγική συμφωνία Μητσοτάκη – Ζελένσκι και η ενεργειακή αναβάθμιση της χώρας

Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Μέγαρο Μαξίμου δεν ήταν μια ακόμη τυπική διμερής επαφή. Αντιθέτως, αποτέλεσε μια συντεταγμένη επίδειξη ισχύος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει βάθος, συνέχεια και κυρίως αξιοπιστία. Η Αθήνα εμφανίστηκε όχι απλώς ως σύμμαχος, αλλά ως παίκτης-κλειδί στη διαμόρφωση του πλαισίου ασφάλειας και ενέργειας της ευρύτερης περιοχής, αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα μπορεί να λειτουργεί ως καταλύτης εξελίξεων.

Η συμφωνία που ανακοίνωσαν οι δύο ηγέτες, με σαφείς αναφορές στην άμυνα, την ενεργειακή ασφάλεια και την περιφερειακή σταθερότητα, ενισχύει τη στρατηγική σχέση Ελλάδας – Ουκρανίας σε μια περίοδο όπου κάθε χώρα που στηρίζει το Κίεβο αξιολογείται πλέον και από την αποφασιστικότητά της απέναντι στη Μόσχα. Ο Μητσοτάκης επέλεξε σταθερά να παραμείνει στη σωστή πλευρά της ιστορίας, και αυτή τη συνέπεια την αναγνωρίζει σήμερα το Κίεβο – με τον Ζελένσκι να εκφράζει δημόσια την ευγνωμοσύνη του προς την Ελλάδα.

Ενέργεια, άμυνα και διεθνές κύρος – το τριπλό αποτύπωμα της Αθήνας

Πέρα από τα πρωτόκολλα και τις κλασικές δηλώσεις, η ουσία βρίσκεται στο τι σημαίνει αυτή η συμφωνία για την Ελλάδα. Πρώτον, ενισχύεται ο ρόλος της χώρας ως ενεργειακού κόμβου. Η Αθήνα βρίσκεται στο επίκεντρο του σχεδιασμού για την προμήθεια φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και ιδίως προς ουκρανικά δίκτυα που έχουν πληγεί από επιθέσεις. Η μεταφορά αμερικανικού LNG μέσω ελληνικών υποδομών δημιουργεί μια πραγματική, όχι θεωρητική, ενεργειακή γέφυρα μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η υπογραφή της ΔΕΠΑ Εμπορίας με τη Naftogaz δεν είναι απλά μια τεχνική διευθέτηση· είναι μια καθαρή πολιτική τοποθέτηση.

Δεύτερον, η αμυντική διάσταση της συμφωνίας αναβαθμίζει το αποτύπωμα της Ελλάδας στη ΝΑ Ευρώπη. Η έμφαση στα μη επανδρωμένα θαλάσσια συστήματα, η ανταλλαγή τεχνογνωσίας και οι κοινές ασκήσεις δείχνουν ότι η Αθήνα δεν περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή, αλλά συμμετέχει σε τομείς αιχμής που καθορίζουν την ασφάλεια των επόμενων δεκαετιών. Σε μια εποχή όπου οι θαλάσσιες απειλές, οι κυβερνοεπιθέσεις και οι υβριδικοί πόλεμοι αναβαθμίζονται, η Ελλάδα δείχνει προσαρμοστικότητα και βλέμμα προς το μέλλον.

Τρίτον, η πολιτική υπόσταση της συμφωνίας έχει διεθνή βαρύτητα. Η Αθήνα –σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που εμφανίζουν σημάδια κόπωσης– διατηρεί σταθερή γραμμή, πιέζοντας για συνέχιση των κυρώσεων στη Ρωσία και για ενίσχυση των μηχανισμών λογοδοσίας. Με αυτή τη στάση, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως μια χώρα με στρατηγική συνέπεια και όχι μεμονωμένες κινήσεις τακτικής.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ζελένσκι, στις δημόσιες τοποθετήσεις του, στάθηκε όχι μόνο στην ενέργεια, αλλά και στη διαχρονική –όπως είπε– βοήθεια της Ελλάδας από τις πρώτες ημέρες της εισβολής. Η δήλωση «Ευχαριστώ, Ελλάδα» δεν έχει μόνο συναισθηματικό φορτίο· είναι έμμεση παραδοχή ότι η Αθήνα έχει εδραιωθεί ως αξιόπιστος εταίρος για το Κίεβο, αλλά και ως σταθερός κρίκος στη δυτική αρχιτεκτονική άμυνας.

Παράλληλα, το επίσημο ανακοινωθέν για την ενεργειακή συνεργασία δείχνει ότι η Ελλάδα δεν μένει στην ανάλυση αλλά προχωρά σε πράξεις. Οι διαδρομές μεταφοράς LNG, ο Κάθετος Διάδρομος, οι επενδύσεις σε αποθήκευση και οι νέες θυγατρικές που ενισχύουν τη διεθνή παρουσία της ΔΕΠΑ συνθέτουν ένα πλέγμα στο οποίο η χώρα λειτουργεί ως σημείο αναφοράς στην περιοχή. Είναι μια πραγματική γεωοικονομική αναβάθμιση που λίγες χώρες μπορούν να επιτύχουν σε τόσο μικρό διάστημα.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μέσα από αυτή τη συμφωνία, επιχειρεί να στείλει και ένα εσωτερικό μήνυμα: ότι η Ελλάδα δεν είναι πια θεατής, αλλά συνδιαμορφωτής. Ότι δεν περιμένει τις εξελίξεις, αλλά συμβάλλει στην παραγωγή τους. Και ότι, σε μια περίοδο αστάθειας, μπορεί να λειτουργεί ως παράγοντας εγγύησης και προβλεψιμότητας – ιδιότητες που λείπουν από την ευρωπαϊκή σκηνή.

Εν τέλει, η συμφωνία Μητσοτάκη – Ζελένσκι δεν είναι μια απλή διμερής υπενθύμιση καλών σχέσεων. Είναι μια στρατηγική δήλωση ρόλου. Η Ελλάδα διεκδικεί και παίρνει θέση: στον ενεργειακό χάρτη, στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ασφάλειας και στη στήριξη των δημοκρατικών κρατών που βρίσκονται υπό πίεση. Και αυτό είναι κάτι που, παραπολιτικά, πολλοί στις Βρυξέλλες παρατηρούν με αυξανόμενο ενδιαφέρον.