Η αναφορά του στα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό
«Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ, ούτε να συζητήσει, ούτε να δεχθεί συμβουλές και παραινέσεις σε ό,τι αφορά στην άσκηση της κυριαρχίας της», υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «Real FM».
«Η Ελλάδα θα παραμείνει προσηλωμένη στο διεθνές δίκαιο», σημείωσε χαρακτηριστικά. «Δεν πρόκειται να απεμπολήσουμε κανένα μας δικαίωμα».
Πρόθεση της Ελλάδας είναι, εάν συμφωνήσουμε να συζητήσουμε για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, αλλά, τόνισε, η συζήτηση αυτή μπορεί να γίνει μόνον επί αυτού του ζητήματος. «Δεν υπάρχουν άλλα ζητήματα, τα οποία μπορεί να τεθούν στο τραπέζι και να συνέχονται με αυτό».
«Εάν η Τουρκία θελήσει να προχωρήσουμε σε μία συζήτηση, η Ελλάδα δεν έχει κανένα φοβικό σύνδρομο. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει ένα υψηλότατο επίπεδο αυτοπεποίθησης, στο οποίο επενεργεί και η ενίσχυση της εθνικής της άμυνας και η καλή οικονομική της κατάσταση. Είμαστε σε ένα πολύ υψηλό διαπραγματευτικό πεδίο. Θα θέλαμε να προχωρήσουμε στη συζήτηση, αλλά με όρους σαφείς. Αυτή και μόνο είναι η συζήτηση που μπορεί να γίνει και αφορά την οριοθέτηση».
Όπως ανέφερε, η προσέγγιση, η οποία επιχειρείται με την Τουρκία, μια στρατηγική επιλογή της Ελλάδας, μετά τις εκλογές το 2023 και τους καταστροφικούς σεισμούς στην Τουρκία, δεν λειτουργεί σε καμία περίπτωση στη βάση της αναίρεσης των θεμελιωδών θέσεων που έχει η Ελλάδα, αλλά ούτε και η Τουρκία.
«Δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα ήταν δυνατό από τη μία μέρα στην άλλη η Τουρκία να αναιρέσει θέσεις, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία 30 χρόνια. Όλες οι θέσεις, οι οποίες αναπτύσσονται, οι θέσεις για τη «γαλάζια πατρίδα», οι μαξιμαλιστικές θέσεις για τις θαλάσσιες ζώνες, η αποστρατικοποίηση, οι γκρίζες ζώνες, είναι όλες θεωρίες τουρκικές, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί εδώ και δεκαετίες».
Για το λόγο αυτό, ανέφερε η Ελλάδα έκανε την επιλογή να προχωρήσει στη βάση μιας θετικής ατζέντας, δηλαδή «να χτίσουμε την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κυβερνήσεων και των δύο λαών, πρωτίστως στα κεφάλαια εκείνα, τα οποία μπορούν να μας ενώνουν και στη συνέχεια να κάνουμε την απόπειρα να λύσουμε και τα πολύ μεγαλύτερα διαρκή θέματα, τα οποία μας ταλανίζουν».
«Η επιλογή αυτή προς ώρας έχει δουλέψει», τόνισε. «Έχουμε μία σειρά από συμφωνίες, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές. Αφορούν το διμερές εμπόριο, αφορούν τον τουρισμό, ιδίως αφορούν το κομμάτι του συντονισμού στο μεταναστευτικό, με σημαντική μείωση των μεταναστευτικών ροών και κυρίως, με έλεγχο των κυκλωμάτων διακινητών με τη δημιουργία ενός πλαισίου που μπορούμε επιτέλους να αποσυμπιέζουμε εντάσεις για να μην παράγουν κρίσεις. Έχουμε μια διαρκή επικοινωνία με την Τουρκία και αυτό έχει λειτουργήσει πολλές φορές στη διάρκεια των τελευταίων 16 μηνών αποσυμπιεστικά».
Όπως σημείωσε, η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται στο υψηλότερο πεδίο διπλωματικού κεφαλαίου, με ένα διεθνές αποτύπωμα πολύ μεγάλο και στρατηγικές συμμαχίες με μεγάλες χώρες.
«Έχουμε την τιμή από την 1η Ιανουαρίου να είμαστε μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ουσιαστικά συμπαράγοντας τη διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο. Αυτό προφανώς ενοχλεί», σημείωσε και πρόσθεσε:
«Καμία ενόχληση δεν μπορεί να αναιρέσει το θεμελιώδες δικαίωμα της χώρας να παράγει την πολιτική της και να διαμορφώνει την κυριαρχία της όπως η ίδια το επιθυμεί. Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ ούτε να συζητήσει, ούτε να δεχθεί συμβουλές και παραινέσεις σε ό,τι αφορά την άσκηση της κυριαρχίας της. Και αυτό αφορά τόσο τα νησιά μας και τη δομή δυνάμεων, όσο βεβαίως και τα μεγάλα έργα, τα οποία γίνονται αυτή τη στιγμή στον Έβρο».
Όπως σημείωσε ο υπουργός Εξωτερικών, η Ελλάδα είναι μία χώρα που πάντοτε επιχειρεί να έχει φιλικές γειτονικές σχέσεις. Εξάλλου, αυτό αποτυπώθηκε και με τη Διακήρυξη των Αθηνών, την οποία υπέγραψαν Αθήνα και ‘Αγκυρα τον Δεκέμβριο του 2023.
«Εάν θέλουμε να έχουμε την οποιαδήποτε προοπτική για να επιλύσουμε τη μεγάλη μας διαφορά, που είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, οφείλουμε να απέχουμε από ενέργειες, οι οποίες ακριβώς δυναμιτίζουν αυτό το κλίμα».
«Εμείς πάντοτε απαντούμε με σύνεση και φρόνηση, με βαθιά γνώση του διεθνούς δικαίου, με βαθιά γνώση όλης της ιστορικής διαδρομής που έχει οδηγήσει εδώ», σημείωσε και πρόσθεσε. «Δεν πρόκειται να συζητήσουμε ποτέ θέματα, τα οποία ανάγονται στην κυριαρχία της χώρας, διότι αυτά συνιστούν μονομερές, αναπαλλοτρίωτο και αναφαίρετο δικαίωμα της πατρίδας μας. Η Ελλάδα θα συζητά πάντοτε με όρους διεθνούς δικαίου. Και σήμερα μπορεί να συζητά και από όρους ισχύος».
Ερωτηθείς για το περιστατικό στην Κάσο ανέφερε ότι «το ιταλικό πλοίο βγήκε σε διεθνή ύδατα, τα οποία αφορούν ελληνική υφαλοκρηπίδα, όπως έχει καθοριστεί και από την ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία»
.«Πράγματι, υπήρξε μία μακρόθεν παρεμπόδιση από τουρκικά πολεμικά πλοία, τα οποία προσήλθαν στην περιοχή. Δεν υπήρξε καμία άδεια του πλοίου, δεν ζητήθηκε ποτέ από την ελληνική κυβέρνηση άδεια και δεν δόθηκε ποτέ. Δεν υπήρξε καμία αναγνώριση κυριαρχικού δικαιώματος της Τουρκίας. Το πλοίο συνέχισε κανονικά σύμφωνα με τον προγραμματισμό του την έρευνα», σημείωσε.
Δεν είναι επιλογή η αδράνεια και η ακινησία
Ερωτηθείς για τις δηλώσεις του πρώην πρυθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, τόνισε ότι σέβεται ιδιαιτέρως τόσο αυτόν, «όσο και την ιστορική του διαδρομή και τη συμβολή του στη χώρα».
«Δεν μου επιτρέπεται, ως εκ της θέσεώς μου, να σχολιάσω την άσκηση της αρμοδιότητας του Πρωθυπουργού», σημείωσε και πρόσθεσε: «Η εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα δεν ασκείται από εμένα. Ασκείται με βάση το Σύνταγμα από τα συλλογικά όργανα, δηλαδή από το Υπουργικό Συμβούλιο και από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και ‘Αμυνας, υπό την κατεύθυνση του Πρωθυπουργού. Και αυτή είναι η πολιτική, η οποία υλοποιείται από την κυβέρνηση και υιοθετείται και από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία».
Στα θέματα εξωτερικής πολιτικής υπάρχουν τρεις δρόμοι, ανέφερε: «Υπάρχει ο δρόμος του διαλόγου. Συζητούμε με την Τουρκία και μπορούμε, μολονότι εκφράζονται οι διαφωνίες μας και εκφράζονται με έναν τρόπο ο οποίος είναι ανοιχτός και εν πολλοίς ειλικρινής, παρά ταύτα, να μπορούμε να συνεργαζόμαστε για να προλαμβάνουμε κρίσεις και να χτίζουμε τουλάχιστον σε αυτά, τα οποία μας ενώνουν. Είναι σημαντικό σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον να μπορούμε να συζητούμε και να διαμορφώνουμε μια γειτονιά ηρεμίας και ειρήνης».
Ο δεύτερος δρόμος, ανέφερε είναι αυτός της αδράνειας, «ο οποίος μας λέει ότι δεν συζητούμε, δεν προάγουμε διάλογο. Και στην περίπτωση αυτή το μόνο που κάνουμε είναι να αναμένουμε την επόμενη ένταση και κρίση, η οποία νομοτελειακά θα έρθει. Δεν είναι η άποψη της κυβέρνησης και δεν είναι η δική μου άποψη».
«Η αδράνεια και η ακινησία δεν μπορεί να είναι επιλογή, διότι στην πραγματικότητα αυτό που πράττει είναι να διευρύνει τις διαφορές, να δημιουργεί περαιτέρω εντάσεις. Και ανά πάσα στιγμή να βρισκόμαστε στον κίνδυνο να έχουμε ένα θερμό επεισόδιο και να έχουμε μία νέα περίπτωση Σμηναγού Ηλιάκη», τόνισε.
«Και υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος, ο οποίος είναι ο πόλεμος», σημείωσε. «Μεταξύ αυτών των τριών δρόμων η δική μας επιλογή είναι η επιλογή του διαλόγου. Μία επιλογή, η οποία έρχεται με σύνεση και με σωφροσύνη, χωρίς να είμαστε αιθεροβάμονες ή να ακροβατούμε».
«Για μένα δεν είναι επιλογή η αδράνεια και η ακινησία. Πολλώ δε μάλλον δεν είναι επιλογή ο πόλεμος. Θα συνεχίσουμε στη λογική του διαλόγου, της αυτοπεποίθησης, της σύνεσης, της σωφροσύνης, χωρίς φόβο».
Αναφερόμενος στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, επανέλαβε πως η Ελλάδα έχει το εκ του διεθνούς δικαίου δικαίωμα να το πράξει, οποτεδήποτε η ίδια το κρίνει σκόπιμο και επιφυλάσσεται να ασκήσει το δικαίωμα αυτό, όταν η ίδια το κρίνει σκόπιμο.
«Το γιατί δεν γίνεται αυτό, γιατί δεν επεκτείνεται, είναι κάτι, το οποίο έχει να κάνει προφανώς και με την πολιτική διάσταση των πραγμάτων. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων δημιουργεί ιδιαίτερες συνθήκες. Προφανώς θα γίνει η επέκταση των χωρικών υδάτων, όταν αυτό κριθεί σκόπιμο. Το καταλαβαίνουμε όλοι. Δεν θα επηρεαστούμε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα», σημείωσε.
«Εμείς έχουμε επιδείξει το σθένος για να μπορούμε να λύνουμε μακροχρόνια προβλήματα. Δείτε τη συμφωνία, την οποία έχουμε με την Αίγυπτο, η οποία έγινε με την παρούσα διακυβέρνηση, τη συμφωνία με την Ιταλία, την επέκταση των χωρικών υδάτων, τις στρατηγικές μας συμμαχίες, και τώρα τη συμμετοχή μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Εμείς είμαστε εκείνοι, οι οποίοι αναλαμβάνουν να κάνουν τα μεγάλα άλματα, να λάβουν τις μεγάλες αποφάσεις. Θα το πράξουμε όταν οι καιροί το απαιτήσουν».
Σημείωσε πως η Ελλάδα προβάλλει τις αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και το κάνει συστηματικά και κάνει μια εξωτερική πολιτική αρχών.
«Δεν πρόκειται ποτέ να υποκύψουμε στον λαϊκισμό. Δεν πρόκειται ποτέ να πούμε οποιοδήποτε ψεύδος στον ελληνικό λαό, ούτε να τον παραπλανήσουμε. Εμείς με σαφήνεια, με ανοιχτό πνεύμα, χωρίς φοβικά σύνδρομα, με αυτοπεποίθηση, θέλουμε να υπάρχει ασφάλεια στη χώρα μας».
«Δεν μπορώ να ανεχθώ ότι αυτή τη στιγμή μπορεί να υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι χαρακτηρίζουν τον οποιοδήποτε υπουργό Εξωτερικών ή τον οποιονδήποτε πρωθυπουργό ως μειοδότη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Εγώ δεν θα το πω ποτέ για κανέναν, ακόμη και αν διαφωνώ με την ουσία της άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Θεωρώ ότι είναι χρέος μου εθνικό να θέτω την γνώμη μου, να θέτω εκείνο το οποίο θεωρώ ότι είναι σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, αλλά να στηρίζω την εθνική μας γραμμή.
«Εγώ από την πρώτη μέρα που ανέλαβα, επειδή ακριβώς είχα μία πιστή γραμμή, η οποία είναι η γραμμή του διαλόγου, της ειρηνικής επίλυσης της διαφοράς, της ενίσχυσης της διεθνούς θέσης της χώρας υπήρξαν ορισμένες πηγές, οι οποίες με χαρακτήριζαν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς», επεσήμανε και πρόσθεσε:
«Δεν πρόκειται να αποθαρρυνθώ από εκείνους, οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν το μονοπώλιο του πατριωτισμού. Εκείνο, το οποίο ισχύει, είναι ότι εάν εγώ βρίσκομαι στη θέση να υποστηρίξω τη χώρα, χωρίς να κάνω παραχωρήσεις και να δημιουργήσω μία ειρηνική και ασφαλή γειτονιά για τις μελλοντικές γενιές που θα έρθουν, τότε δεν θα πτοηθώ από τους χαρακτηρισμούς».
Η συζήτηση Αθήνας- ‘Αγκυρας βοηθά στο Κυπριακό
Αναφερόμενος στη συνάντηση του Προέδρου της Τουρκίας με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανέφερε ότι 50 χρόνια δεν έχει υπάρξει τέτοια συνάντηση και η αξία της έγκειται στο ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. «’Αρα, όταν συνομιλεί ο Τούρκος Πρόεδρος με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Και εκείνοι οι οποίοι λένε ότι αυτό δεν έχει καμία αξία, θα ήθελα να το ξανασκεφτούν».
Ανέφερε ακόμη ότι η Τουρκία μετά το Κραν Μοντανά διακήρυσσε ότι δεν πρόκειται να προσέλθει στο τραπέζι των συζητήσεων για το Κυπριακό, εκτός και αν αναγνωριζόταν η διεθνής υπόσταση της βόρειας Κύπρου.
«Στην πραγματικότητα διαφοροποιήθηκε η στάση αυτή. Πλέον συζητεί η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Συζητώντας στο πλαίσιο του ΟΗΕ, αποδέχονται στην πραγματικότητα και το πλαίσιο του ΟΗΕ, το οποίο είναι τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και σε καμία περίπτωση για δύο κράτη».
«Το ότι υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και υπάρχει μια σχετική κατανόηση, βοηθάει έτσι ώστε να υπάρχει εξέλιξη στο Κυπριακό. Και αυτή τη στιγμή εμείς διατηρούμε μια βιώσιμη αισιοδοξία ότι θα υπάρξει μια μεγαλύτερη εξέλιξη».
Ανέφερε δε πως τον τελευταίο χρόνο έχει υπάρξει πολύ μεγάλη αναβάθμιση του Κυπριακού και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ έχει αναβαθμιστεί και σε επίπεδο ΟΗΕ.
Αναφορικά με την Αλβανία, επεσήμανε πως υπήρξαν σημαντικές προκλήσεις, όμως η Ελλάδα διεθνοποίησε το ζήτημα, προστάτευσε τη μειονότητα και έθεσε το μειονοτικό στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την εκλογή του Μπελέρη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ακόμη ανέφερε πως «το ζήτημα της προστασίας της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας και το ζήτημα της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των Ελλήνων ομογενών, που είναι τα δύο μεγάλα θέματά μας, έχουν καταστεί η κοινή θέση των 27 κρατών μελών της ΕΕ».
Ερωτηθείς για τη συμφωνία των Πρεσπών, επεσήμανε πως πρόκειται για διεθνή συνθήκη, η οποία οφείλει να εφαρμόζεται απαρέγκλιτα και χωρίς καμία απολύτως διαφοροποίηση.
«Η σημερινή κυβέρνηση ως αντιπολίτευση, και εγώ, είχα τοποθετηθεί αρνητικά για τη συμφωνία των Πρεσπών. Θεωρώ ότι έχει σοβαρά ζητήματα και νομικά και δικαιοπολιτικά. Πλην όμως, αποτελεί μια διεθνή συνθήκη, η οποία υπερισχύει των νόμων, δεν τροποποιείται μονομερώς και παράγει διεθνείς υποχρεώσεις».
Από την πλευρά της Ελλάδας, ανέφερε, πάντοτε τηρείται καλόπιστα. «Δυστυχώς, μετά τις εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία είχαμε μια ρητορική, η οποία παρεξέκλινε. Δεν υπάρχει περίπτωση η ελληνική κυβέρνηση να επιδείξει οποιαδήποτε ανεκτικότητα στο ζήτημα αυτό. Υπήρξαν σοβαρότατες παραχωρήσεις για να διασφαλιστεί η έναντι πάντων ονομασία σύνθετη ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας. Θα παραμείνουμε προσκολλημένοι στο ζήτημα αυτό και θα υποστηρίξουμε με κάθε τρόπο την εφαρμογή της. Διαφορετικά, αυτονοήτως θα υπάρξουν συνέπειες».