Υπάρχει μια παλιά πολιτική συνήθεια στην Ελλάδα: όταν σε πιάνουν στα πράσα, δεν ζητάς συγγνώμη — κάνεις ανάρτηση. Ο Διαμαντής Καραναστάσης το ακολούθησε ευλαβικά. Πιάστηκε να οδηγεί έχοντας καταναλώσει αλκοόλ, τιμωρήθηκε όπως προβλέπει ο νόμος και αντί να πει ένα απλό «λάθος μου», μας παρέδωσε ένα μικρό μανιφέστο αυτοθυματοποίησης, ποτισμένο με αριθμούς, κιλά σώματος και… φραπέ.
Διότι, βλέπετε, δεν ήπιε «πολύ». Ήπιε μόνο δύο ποτήρια κρασί. Και δεν ήταν «μεθυσμένος». Ήταν ελάχιστα πάνω από το όριο. Και δεν φταίει εκείνος που μπήκε στο αυτοκίνητο αμέσως, αλλά το όριο που —τι ατυχία— έγινε πιο αυστηρό. Έτσι, από πολιτικό σχόλιο για την οδική ασφάλεια, το story κατέληξε σε παράπονο τύπου «με έγραψαν για μισή μονάδα».
Αυτή είναι η ουσία του προβλήματος. Όχι η παράβαση. Αυτή έγινε και τιμωρήθηκε. Το πρόβλημα είναι το ύφος. Η μόνιμη ανάγκη ορισμένων να μας εξηγούν γιατί τυπικά παρανόμησαν, αλλά ουσιαστικά είχαν δίκιο. Σαν να λένε: «Ναι, αλλά εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους». Μόνο που ο ΚΟΚ δεν έχει υποσημείωση για πρώην βουλευτές, ούτε αστερίσκο για «λίγο πάνω από το όριο».
Και κάπου εδώ έρχεται η ειρωνεία. Η Πλεύση Ελευθερίας, το κόμμα που επενδύει στην ηθική υπεροχή, στη θεσμική καθαρότητα και στο «εμείς δεν είμαστε ίδιοι», εκπροσωπείται δημόσια από ένα αφήγημα που συνοψίζεται στο: εντάξει μωρέ, σιγά. Σιγά το αλκοόλ. Σιγά το όριο. Σιγά η είδηση. Κάτι «εξυπηρετεί», μας λέει. Ποιο; Την εφαρμογή του νόμου;
Η κοινωνία, όμως, έχει κουραστεί από αυτή τη μισή ανάληψη ευθύνης. Από το «φταίω, αλλά». Από τους πολιτικούς που όταν μιλούν για κανόνες δείχνουν αυστηροί, αλλά όταν τους αγγίζουν, τους βρίσκουν υπερβολικούς. Δεν είναι μαγκιά ο φραπέ της επόμενης μέρας. Μαγκιά είναι να πεις: έκανα λάθος, τέλος.
Αλλά αυτό, δυστυχώς, δεν γράφει καλά σε story.





