Δέκα χρόνια από την ημέρα που στο δημοψήφισμα του 2015 ψηφίσαμε μαζικά και σε ποσοστό 61,31 % ΟΧΙ
Η χώρα βρισκόταν ήδη σε μνημόνια, η χρεωκοπία της είχε κηρυχθεί επίσημα ήδη από το 2010, στο Καστελόριζο, ανεπίσημα από το 2008. Μνημόνιο, να θυμίσουμε, είναι το κείμενο που συνόδευε τα δανεικά και περιέγραφε τα μέτρα που θα λάμβανε η χώρα για να αντιστρέψει τους όρους που οδήγησαν στη χρεωκοπία, θα τη βοηθούσαν να ανακάμψει και θα διασφάλιζαν την επιστροφή των δανεικών. Πέντε χρόνια συνεπώς, μετά το Καστελόριζο, οι πολίτες αυτής της χώρας αρνούνταν να αποδεχθούν το γεγονός της χρεωκοπίας, στην καλύτερη περίπτωση πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αντιστρέψουν τις συνέπειες αυτής, χωρίς να ματώσουν.
Δεν χρειαζόταν να μας πουν οι ξένοι ότι έχουμε ένα τεράστιο και αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα, μια απολύτως ανεπαρκή ιδιωτική αγορά, ένα δυσκίνητο και ελλιπούς κατάρτισης κρατικό μηχανισμό και ιδιωτική επιχειρηματικότητα, κινούμενη κατά κύριο λόγο από δημόσιους πόρους (επιδοτήσεις και κοινοτικά προγράμματα), ένα περιβάλλον δηλαδή που ευνοεί τη διαφθορά και δεν επιβραβεύει την αξιοκρατία.
Φροντίσαμε στα χρόνια που προηγήθηκαν να διαλύσουμε την εκπαίδευσή μας. Κάθε έννοια πειθαρχίας στο σχολείο εξαφανίστηκε, κάθε διαδικασία εξετάσεων καταργήθηκε και απέμειναν οι πανελλήνιες να λειτουργούν ως κριτήριο κατάταξης σε ιδρύματα που θα παράξουν αποφοίτους προορισμένους είτε να διοριστούν στο δημόσιο (αδύνατο) είτε να εξαχθούν (όπως και έγινε). Καθόλου τυχαία, η χρεωκοπία υπήρξε πρώτα ηθική και πολιτισμική και στη συνέχεια οικονομική.
Η πειθαρχία δεν καταργήθηκε μόνο στην εκπαίδευση βέβαια. Καταργήθηκε στο σύνολο του κρατικού μηχανισμού. Ο κομματισμός και ο συντεχνιασμός αποτέλεσαν επί δεκαετίες τα κριτήρια λειτουργίας του ελληνικού δημοσίου και φυσιολογικά, η χώρα κατέρρευσε. Δεν μπορούσαν να εξελιχθούν αλλιώς τα πράγματα. Εννοείται πως, σε αυτό το πλαίσιο, ουδείς διαφύλαξε τη δημόσια περιουσία, ούτε διαχειρίστηκε τα δημόσια οικονομικά με σύνεση.
Για να μη τα πολυλογούμε, αφού κινηθήκαμε επί χρόνια σε ένα απολύτως διεφθαρμένο πλαίσιο και στη λογική της σπατάλης των δανεικών και των κοινοτικών επιδοτήσεων, βρεθήκαμε στην ανάγκη, λόγω της χρεωκοπίας, να πρέπει να δουλέψουμε. Ήταν λογικό να μην μπορούμε. Για την ακρίβεια να αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε ότι πρέπει να δουλέψουμε και να αποδεχθούμε ότι πρέπει να ζοριστούμε. Ότι δεν γεννηθήκαμε για να γλεντάμε !
Η αντίδραση στη χρεωκοπία, όπως όλοι θυμόμαστε ήταν η έκφραση οργής. Τυφλής οργής προς όλες τις κατευθύνσεις, μέσα και έξω από τη χώρα. Έφταιγαν όλοι, εκτός από εμάς. Οι δανειστές, οι τράπεζες, το παλιό πολιτικό σύστημα (ποιος το εξέλεξε άραγε …), για τους μισθωτούς οι ελεύθεροι επαγγελματίες, για τους ελεύθερους επαγγελματίες οι μισθωτοί και πάει λέγοντας. Ουδείς έκατσε ψύχραιμος να σκεφτεί και, κυρίως, να κάνει αυτοκριτική. Ακόμη και όσοι αντιλαμβάνονταν τις συνέπειες της κρίσης, επιχείρησαν να τις φορτώσουν στο διπλανό. Υπό αυτές τις συνθήκες το ότι συνέβη ίσως να ήταν και λίγο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως και κάποιοι που ψήφισαν ΝΑΙ, τα ίδια σκέφτονταν. Το έκαναν επειδή απλά υπάκουσαν στον κομματικό πατριωτισμό.
Δέκα χρόνια μετά, φοβούμαι πως, λίγο άλλαξε αυτό το κλίμα. Σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις επιβραβεύονται με υψηλά ποσοστά οι υβρίζοντες, οι ελεεινολογούντες, οι συνωμοσιολόγοι, οι λαγοί και τα πετραχήλια. Ο φανατισμός, η τοξικότητα και η εθελούσια τύφλωση εξακολουθούν να επικρατούν σε μεγάλη μερίδα των πολιτών.
Η διαφορά από το 2015 είναι ότι τώρα κυβερνά η ψύχραιμη μειοψηφία, σε αντίθεση με τότε που κυβερνούσε η οργισμένη πλειοψηφία Σε αυτήν αθροίστε και τους αντιμνημονιακούς της ΝΔ. Η πρόσκρουση στον τοίχο δεν μοιάζει να άλλαξε πολλά μυαλά, αν υπολογίσουμε ότι οι δυνάμεις του ΟΧΙ αθροίζουν σήμερα λίγο πάνω από το 50% ή αν σκεφτούμε ότι το κυβερνητικό» ΠΑΣΟΚ μιμείται τη φρασεολογία και το ύφος του τότε ΣΥΡΙΖΑ. Ότι όλοι οι πρώην θέλουν, πάλι, να μας «σώσουν» ξαναζεσταίνοντας τη σούπα.
Μοιάζει όλοι να θέλουν να ξεχάσουν την χρεωκοπία, όχι αλλάζοντας και αντιστρέφοντας τις παθογένειες που την προκάλεσαν, αλλά ακριβώς επιστρέφοντας σε αυτές. Στην «καλή και ανέμελη» ζωή. Το έλλειμμα παιδείας κι εντεύθεν το έλλειμμα αντίληψης και κατανόησης του παγκόσμιου γίγνεσθαι διατηρεί περιορισμένα τα όρια σκέψης μας και τη δυνατότητα να προχωρήσουμε μπροστά.
Δέκα χρόνια μετά το ΟΧΙ, η πορεία της χώρας εξαρτάται από το αν και πόσο η μειοψηφία θα καταφέρει να μείνει στην εξουσία. Με το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, οποιαδήποτε αλλαγή δεν θα μας δώσει καν την ευκαιρία για νέο ΟΧΙ. Θα πάμε άπατοι, και ουδείς θα γυρίσει να μας κοιτάξει.
Επομένως, ότι και όσο προλάβουμε να διορθώσουμε, μέχρι να αλλάξει η κακομαθημένη και αγράμματη γενιά. Ελπίζοντας να διαρκέσει.