Την ώρα που η Τουρκία επιμένει να παρουσιάζει τον εαυτό της ως περιφερειακή υπερδύναμη, η πραγματικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο τη διαψεύδει με εμφατικό τρόπο. Οι επιλογές της Άγκυρας τα τελευταία χρόνια –με προσωπική σφραγίδα Ερντογάν– δεν οδήγησαν σε ενίσχυση ρόλου, αλλά σε σταδιακή απομόνωση. Και αυτό δεν είναι αφήγημα τρίτων· είναι αποτέλεσμα πράξεων.
Η ρήξη με το Ισραήλ, οι παλινωδίες στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, το αδιέξοδο των S-400 και η εμπλοκή στον συριακό βάλτο συνθέτουν ένα σκηνικό στρατηγικής σύγχυσης. Η Τουρκία ήθελε να παίξει μόνη της σε πολλά ταμπλό και τελικά βρέθηκε χωρίς αξιόπιστους συμπαίκτες. Το τίμημα είναι βαρύ: αποκλεισμός από τα F-35, καχυποψία από το ΝΑΤΟ, δυσπιστία από την Ουάσιγκτον και πλήρης απώλεια εμπιστοσύνης από το Τελ Αβίβ.
Στον αντίποδα, η Ελλάδα –μαζί με την Κύπρο– ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική στρατηγική: χαμηλούς τόνους, σταθερότητα, θεσμικές συμμαχίες και μακρόπνοο σχεδιασμό. Η τριμερής με το Ισραήλ δεν είναι μια συγκυριακή σύμπτωση, αλλά αποτέλεσμα συνέπειας και αξιοπιστίας. Και όσο αυτή η συνεργασία αποκτά «ρίζες» –σε άμυνα, ενέργεια, τεχνολογία– τόσο μετατρέπεται σε στρατηγικό κεφάλαιο που δεν ανατρέπεται εύκολα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το σχήμα 3+1 με τις ΗΠΑ λειτουργεί ως πυλώνας ασφάλειας για ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Ούτε είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζεται πλέον ως παράγοντας λύσεων και όχι ως μέρος του προβλήματος.
Σε έναν κόσμο ρευστό και επικίνδυνο, η διαφορά φαίνεται καθαρά: άλλοι επενδύουν σε συμμαχίες και σοβαρότητα, άλλοι σε φαντασιώσεις ισχύος. Και στο τέλος, η γεωπολιτική δεν συγχωρεί λάθη – τα καταγράφει.





