Η χθεσινή Τριμερής Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ στα Ιεροσόλυμα δεν ήταν άλλη μία τυπική συνάντηση ηγετών με ευγενικές διατυπώσεις και διπλωματικές ισορροπίες. Ήταν μια τομή. Για πρώτη φορά, το σχήμα απέκτησε ρητορική και πολιτική αυτοπεποίθηση Συμμαχίας — και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο ούτε στην Άγκυρα ούτε σε όσους παρακολουθούν τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου έκανε κάτι που μέχρι πρότινος κανείς από τους τρεις δεν τολμούσε δημόσια: έβαλε όνομα στο πρόβλημα. Χωρίς να κατονομάσει την Τουρκία, περιέγραψε ξεκάθαρα τον νεοοθωμανικό αναθεωρητισμό, τις φαντασιώσεις αυτοκρατοριών και την αυταπάτη επιβολής ισχύος πάνω σε κυρίαρχες πατρίδες. Και το έκανε όχι ως παρατηρητής, αλλά ως ισότιμος εταίρος δύο κρατών που εδώ και χρόνια βρίσκονται στο στόχαστρο της τουρκικής επιθετικής ρητορικής.
Το κρίσιμο δεν ήταν μόνο το περιεχόμενο της δήλωσης, αλλά ο τρόπος: η Τριμερής δεν παρουσιάστηκε απλώς ως φόρουμ συνεργασίας, αλλά ως πολιτική και στρατηγική οντότητα με κοινή αντίληψη απειλής και κοινή βούληση άμυνας. Η λέξη «Συμμαχία», επαναλαμβανόμενη από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, δεν ήταν ρητορικό σχήμα. Ήταν σήμα.
Από την «καλή γειτονία» στη σταθερότητα μέσω ισχύος
Μέχρι σήμερα, το αφήγημα της Τριμερούς ήταν προσεκτικά ουδέτερο: δεν στρεφόμαστε εναντίον κανενός, είμαστε ανοικτοί σε όλους όσοι σέβονται το Διεθνές Δίκαιο. Χρήσιμο, αλλά ανεπαρκές σε μια περιοχή όπου ένας παίκτης εργαλειοποιεί την ιστορία, τη θρησκεία και τη γεωγραφία για να αμφισβητεί σύνορα, ΑΟΖ και κυριαρχικά δικαιώματα.
Η χθεσινή παρέμβαση Νετανιάχου μετατόπισε το πλαίσιο. Η σταθερότητα δεν παρουσιάστηκε ως αποτέλεσμα καλών προθέσεων, αλλά ως προϊόν ισχύος, συνεργασίας και αποτρεπτικής αξιοπιστίας. Αυτό ακριβώς είναι που ενοχλεί την Άγκυρα: όχι η ύπαρξη της Τριμερούς, αλλά η πολιτική της ωρίμανση.
Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η σημασία για την Αθήνα και τη Λευκωσία. Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν βρέθηκαν απλώς να «συμφωνούν» με το Ισραήλ. Βρέθηκαν να συνδιαμορφώνουν ένα νέο αφήγημα ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, με αμερικανική στήριξη, θεσμική συνέχεια (3+1) και σαφή στρατηγικό ορίζοντα.
Ο διάδρομος IMEC, τα ενεργειακά έργα, οι διασυνδέσεις, η κυβερνοασφάλεια, η θαλάσσια ασφάλεια και η συνεργασία στην Άμυνα δεν είναι πια τεχνικά παραρτήματα. Είναι τα εργαλεία με τα οποία η Τριμερής αποκτά βάθος, διάρκεια και γεωπολιτικό βάρος. Και, κυρίως, μετατρέπει την Ανατολική Μεσόγειο από ζώνη αστάθειας σε κόμβο στρατηγικής αξίας για τη Δύση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα λύθηκαν ή ότι οι τουρκικές απειλές εξαφανίστηκαν. Σημαίνει, όμως, ότι η Ελλάδα και η Κύπρος δεν είναι πια μόνες τους απέναντι σε έναν αναθεωρητικό λόγο που αμφισβητεί τα πάντα. Σημαίνει ότι υπάρχει πλέον ένα σχήμα που μιλά τη γλώσσα της ισχύος χωρίς να εγκαταλείπει το Διεθνές Δίκαιο.
Και αυτό, για πρώτη φορά, είναι κάτι που η Άγκυρα δεν μπορεί να προσπεράσει με ειρωνικά σχόλια ή υστερικές ανακοινώσεις. Γιατί όταν η συνεργασία αρχίζει να λειτουργεί σαν Συμμαχία, τότε αλλάζει το παιχνίδι.





