Η έναρξη της πιλοτικής λειτουργίας του Εργάνη 2 δεν είναι μια ακόμη τεχνική ανακοίνωση για ειδικούς. Είναι μια καθαρά πολιτική πράξη με σαφές μήνυμα: το κράτος αλλάζει όχι στα λόγια, αλλά στις διαδικασίες που ταλαιπωρούν καθημερινά εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Η Νίκη Κεραμέως, μιλώντας χωρίς υπερβολές, περιέγραψε έναν εκσυγχρονισμό που αγγίζει τον πυρήνα της αγοράς εργασίας: από τέσσερα έγγραφα, ένα. Από καθυστερήσεις και ασάφειες, σε ψηφιακή σαφήνεια.
Η οριστική μετάβαση στο νέο σύστημα τον Φεβρουάριο σηματοδοτεί κάτι περισσότερο από την «εξαφάνιση» του Εργάνη 1. Σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής όπου η γραφειοκρατία λειτουργούσε ως άλλοθι για αδήλωτη εργασία, λάθη και αδικίες. Και αυτό εξηγεί γιατί η πιλοτική εφαρμογή δεν παρουσιάζεται ως τεχνική λεπτομέρεια, αλλά ως προετοιμασία για μια βαθιά αλλαγή κουλτούρας.
Το ίδιο καθαρό πολιτικό αποτύπωμα έχουν και τα μηνύματα προς τους συνταξιούχους. Όχι υποσχέσεις, αλλά συγκεκριμένες ημερομηνίες και ποσά. Η μόνιμη ενίσχυση των 250 ευρώ, οι αυξήσεις που ξεπερνούν σωρευτικά το 16%, η σταδιακή – και πλέον μη αναστρέψιμη – κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, συνθέτουν μια εικόνα που δύσκολα αμφισβητείται. Όχι επειδή είναι επικοινωνιακά «δυνατή», αλλά επειδή αποτυπώνεται ήδη στους λογαριασμούς.
Όταν ο έλεγχος αποδίδει και το αποτέλεσμα επιστρέφει στην κοινωνία
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η αναφορά στην Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας. Η αύξηση των δηλωμένων υπερωριών δεν είναι ένδειξη εργασιακής ζούγκλας, όπως θα ήθελε να τη βαφτίσει η αντιπολίτευση, αλλά απόδειξη ότι ο έλεγχος λειτουργεί. Οι εργαζόμενοι πληρώνονται για τον χρόνο που εργάζονται και το κράτος εισπράττει όσα δικαιούται. Το υπερπλεόνασμα των 800 εκατ. ευρώ δεν προέκυψε από νέους φόρους, αλλά από μεγαλύτερη συμμόρφωση. Και αυτό είναι ίσως το πιο ενοχλητικό στοιχείο για όσους είχαν συνηθίσει σε ένα θολό τοπίο.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Κοινωνική Συμφωνία με τους κοινωνικούς εταίρους. Μια συμφωνία πενταετίας, με οδικό χάρτη και σαφή βήματα, που αναγνωρίζει ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης στις συλλογικές συμβάσεις. Χωρίς ωραιοποιήσεις, αλλά και χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις. Η κυβέρνηση επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της συνεννόησης αντί για τα εύκολα συνθήματα.
Ακόμη και στο αγροτικό, το μήνυμα παραμένει συνεπές: διάλογος χωρίς προσχήματα, με θεσμοθετημένες ενισχύσεις ήδη σε ισχύ. Όχι πολιτική διαχείριση της έντασης, αλλά προσπάθεια μόνιμων λύσεων.
Συνολικά, το αφήγημα που χτίζεται δεν βασίζεται σε μεγάλες κουβέντες. Βασίζεται σε συστήματα που λειτουργούν, σε αυξήσεις που φαίνονται και σε ελέγχους που αποδίδουν. Και σε μια εποχή γενικευμένης δυσπιστίας, αυτό ίσως είναι το πιο ισχυρό πολιτικό επιχείρημα της κυβέρνησης.





