Μια σημαντική εξέλιξη, που αναβαθμίζει τον ρόλο της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκακιέρα, αποτελεί ήδη αντικείμενο ευρείας συζήτησης μεταξύ κορυφαίων «παικτών» της Ευρωζώνης, με αφορμή την επικείμενη αλλαγή στην ηγεσία του Eurogroup. Ο Έλληνας Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, λίγους μόλις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, έχει αναδειχθεί σε πρόσωπο-κλειδί, κερδίζοντας εμπιστοσύνη, ρόλο και κύρος στα δύσκολα ευρωπαϊκά τραπέζια.
Η παραίτηση του Ιρλανδού Πασκάλ Ντόνιαχου και η μετάβασή του στην Παγκόσμια Τράπεζα άνοιξε μια συζήτηση που, όπως παραδέχονται ευρωπαϊκές πηγές, αναβαθμίζει για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια τον ρόλο της Ελλάδας στα κορυφαία όργανα λήψης αποφάσεων. Δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο – ξεκινώντας από τους Irish Times – παρουσιάζουν τον κ. Πιερρακάκη ως έναν από τους τρεις βασικούς διεκδικητές για την προεδρία του Eurogroup, μαζί με τον Βέλγο Vincent Van Peteghem και τον Ισπανό Carlos Cuerpo.
Ο Έλληνας υπουργός, χωρίς να έχει θέσει υποψηφιότητα ούτε να έχει προβεί σε οποιαδήποτε σχετική δήλωση, εμφανίζεται ήδη με σημαντικά ερείσματα: αξιοπιστία, τεχνοκρατική επάρκεια και ένα ιστορικό έργων που έχουν αφήσει βαθύ αποτύπωμα, τόσο στο ψηφιακό κράτος όσο και στην εκπαιδευτική πολιτική. Την ίδια στιγμή, «τρέχει» μια από τις μεγαλύτερες επενδύσεις στη σύγχρονη ιστορία των ελληνικών αγορών, την εξαγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τη Euronext – ένα γεγονός που ο ίδιος χαρακτηρίζει «βαθιά ψήφο εμπιστοσύνης» στη σταθερότητα και τη νέα εικόνα της ελληνικής οικονομίας.
Κυβερνητικές πηγές αποφεύγουν να μπουν στη συζήτηση περί υποψηφιότητας, ωστόσο παραδέχονται αυτό που όλοι βλέπουν: το ότι η Ελλάδα βρίσκεται και μόνο στο επίκεντρο μιας τέτοιας διεργασίας αποτελεί ένδειξη του κύρους που έχει ανακτήσει. «Είναι θετικό για τη χώρα και για την οικονομία μας που ακούγεται κάτι τέτοιο», λένε χαρακτηριστικά.
Η Ευρωζώνη αλλάζει – και η Ελλάδα διεκδικεί ρόλο στο νέο τοπίο
Μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τους Financial Times, οι τρεις βασικοί διεκδικητές προέρχονται από διαφορετικές πολιτικές οικογένειες, με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα – στο οποίο ανήκει και η Νέα Δημοκρατία – να διαθέτει σημαντική βαρύτητα με 7 υπουργούς στα 20 κράτη-μέλη. Οι συσχετισμοί δείχνουν ότι, πέρα από τις κομματικές γραμμές, καθοριστικό ρόλο έχει η προσωπικότητα και η δυνατότητα γεφύρωσης πολιτικών διαφορών. Και αυτό είναι ένα πεδίο όπου ο Πιερρακάκης φαίνεται να έχει ήδη δώσει εξετάσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι τον περασμένο Σεπτέμβριο, στο άτυπο ECOFIN στην Κοπεγχάγη, κλήθηκε από τη Δανική Προεδρία να συντονίσει τη συζήτηση για την ψηφιοποίηση και την καινοτομία, αναλύοντας στους Ευρωπαίους υπουργούς τον τρόπο με τον οποίο ο ψηφιακός μετασχηματισμός στην Ελλάδα έγινε μοχλός ανάπτυξης και απελευθέρωσης δυναμικού. Αναφέρθηκε στην ανάγκη ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς, στην άρση των «αόρατων εμποδίων» που κοστίζουν σε ανταγωνιστικότητα και στην ανάγκη μιας ουσιαστικής Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων.
Η εμπλοκή του στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών ψηφιακών πολιτικών δεν πέρασε απαρατήρητη. Παρουσίασε τα συμπεράσματα της συνεδρίασης ενώπιον της Κριστίν Λαγκάρντ, του Βάλντις Ντομπρόβσκις και του Άλφρεντ Κάμερ, καταγράφοντας μια από τις πιο δυνατές ελληνοκεντρικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών στο ECOFIN.
Σε επίπεδο διαβουλεύσεων, ο Πιερρακάκης έχει ήδη πραγματοποιήσει σειρά συναντήσεων με ιδιαίτερο πολιτικό βάρος: από τον Γερμανό αντικαγκελάριο και Υπουργό Οικονομικών Lars Klingbeil έως τον Ιταλό ομόλογό του Giancarlo Giorgetti, αλλά και τους Σεζουρνέ, Φίττο και Σεραφίν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κοινός παρονομαστής: η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, η προώθηση εμπορικών συμφωνιών και η ανάγκη εμβάθυνσης της οικονομικής ενοποίησης.
Σε αυτή τη συγκυρία, όπου η Ευρωζώνη αναζητά νέο βηματισμό και ισορροπίες, η Ελλάδα αναδεικνύεται απρόσμενα – αλλά δικαιωματικά – σε πρωταγωνιστή. Το αν ο Κυριάκος Πιερρακάκης θα διεκδικήσει τελικά την προεδρία του Eurogroup μένει να φανεί. Εκείνο όμως που ήδη καταγράφεται είναι πως η χώρα έχει επιστρέψει δυναμικά στο τραπέζι όπου λαμβάνονται οι πιο κρίσιμες αποφάσεις της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Και αυτό, από μόνο του, αποτελεί μια θεσμική και πολιτική αναβάθμιση που πριν λίγα χρόνια θα έμοιαζε αδιανόητη.





