Ο πρώην πρωθυπουργός αφήνει το βουλευτικό έδρανο επικαλούμενος τη συνείδησή του, όμως η κίνηση αυτή μοιάζει περισσότερο με μια θεαματική απόδραση από την πολιτική ευθύνη παρά με πράξη γενναιότητας
Μετά από δεκαέξι χρόνια κοινοβουλευτικής παρουσίας, ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε με δραματικό τόνο την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα. Μίλησε για «πράξη συνείδησης», για ανάγκη επιστροφής «στην κοινωνική δράση» και για αποδέσμευση από τους «κομματικούς μηχανισμούς». Ωστόσο, πίσω από τα μεγάλα λόγια, δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι πρόκειται για μια κίνηση περισσότερο επικοινωνιακού χαρακτήρα παρά ουσιαστικής πολιτικής τόλμης.
Η παραίτηση αυτή έρχεται σε μια στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει βυθισμένος σε κρίση ταυτότητας και αξιοπιστίας. Από τη συντριβή των εκλογών του 2023 μέχρι τη σημερινή του αποσύνθεση σε μικρότερες τάσεις και σχήματα, το κόμμα που κάποτε φιλοδοξούσε να εκφράσει την «ελπίδα» έχει μετατραπεί σε σκιά του εαυτού του. Ο Τσίπρας, αντί να σταθεί δίπλα σε αυτό το ναυάγιο που ο ίδιος κατασκεύασε, επιλέγει να πηδήξει πρώτος στη σωσίβια λέμβο.
Η «παραίτηση συνείδησης», λοιπόν, μοιάζει μάλλον με πολιτική αποστασιοποίηση από το χάος που αφήνει πίσω του. Ένας πρώην πρωθυπουργός που κυβέρνησε επί τετραετία, που υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο, που επέβλεψε τη διακυβέρνηση των Πρεσπών και των capital controls, εμφανίζεται τώρα ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής μιας χώρας «σε ηθικό αδιέξοδο». Μα ποιος άλλος, αν όχι ο ίδιος, συνέβαλε όσο λίγοι σε αυτή την απαξίωση του δημόσιου λόγου και της πολιτικής αξιοπιστίας;
Ο Τσίπρας υποστηρίζει ότι «η Βουλή είναι δημοκρατικά απογυμνωμένη» — λες και ο ίδιος, όταν ήταν κυβέρνηση, δεν έκανε τα πάντα για να υπονομεύσει τον κοινοβουλευτικό διάλογο, να εργαλειοποιήσει τη Δικαιοσύνη και να χτίσει μια νέα εκδοχή του παλαιού πελατειακού κράτους, απλώς με πιο ριζοσπαστική φρασεολογία. Τώρα, αφού επί χρόνια κατήγγειλε τους «προνομιούχους του συστήματος», παραιτείται γιατί δεν αντέχει τα… προνόμια του βουλευτή.
Είναι, αν μη τι άλλο, ειρωνικό να βλέπει κανείς τον άνθρωπο που έκανε καριέρα καταγγέλλοντας τους «επαγγελματίες πολιτικούς» να αποχωρεί από το Κοινοβούλιο, έχοντας ο ίδιος υπάρξει ακριβώς αυτό: ένας επαγγελματίας της εξουσίας. Από το 2008 έως σήμερα, δεν εργάστηκε ούτε μια μέρα εκτός πολιτικής σκηνής — και τώρα ανακαλύπτει την ανάγκη «επιστροφής στην κοινωνία».
Ο τακτικισμός
Η παραίτηση, βέβαια, έχει και έναν καθαρά τακτικιστικό χαρακτήρα. Απομακρυνόμενος από τη Βουλή, ο Τσίπρας αποφεύγει να φθείρεται καθημερινά από τις μικρές ήττες ενός κόμματος σε αποσύνθεση. Κρατάει, όμως, ζωντανό το όνομά του, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο μιας «επιστροφής» — ίσως με νέο σχήμα, ίσως ως «ανεξάρτητη φωνή». Με άλλα λόγια, δεν εγκαταλείπει την πολιτική· απλώς αλλάζει το σκηνικό για να επιστρέψει αργότερα ως «ανανεωμένος» και «δικαιωμένος».
Ο πρώην πρωθυπουργός μιλά για «λαϊκά κινήματα» και «κοινωνική δικαιοσύνη». Είναι, όμως, ο ίδιος που κατά τη διακυβέρνησή του φορολόγησε υπέρμετρα τη μεσαία τάξη, απέτυχε να προσελκύσει επενδύσεις και παρέδωσε τη χώρα σε οικονομική στασιμότητα. Τώρα, από τη θέση του παρατηρητή, θυμήθηκε ξανά τη «λαϊκή βάση» — ίσως επειδή, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, δεν την έχει πια.
Η «επιστροφή στην κοινωνική δράση» ακούγεται ωραία στα λόγια, αλλά δύσκολα πείθει. Διότι κοινωνική δράση σημαίνει προσφορά, όχι ρητορική. Και ο Τσίπρας υπήρξε πάντα πιο άνετος στο δεύτερο. Αντί να παραδεχθεί πολιτικά λάθη, ανακαλύπτει «αδιέξοδα», «ηθικές κρίσεις» και «καθεστώτα διαφθοράς». Μόνο που αυτά τα «καθεστώτα» είναι εκείνα που ο ίδιος φλέρταρε όταν του προσέφεραν εξουσία.
Τελικά, η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα δεν μοιάζει με γενναία έξοδο, αλλά με προσεκτικά σκηνοθετημένη αποχώρηση. Μια αποχώρηση που του επιτρέπει να εμφανιστεί ως «υπεράνω» της πολιτικής που ο ίδιος διέφθειρε. Αν αυτή είναι πράξη «συνείδησης», τότε η πολιτική ειλικρίνεια έχει πια χάσει κάθε νόημα.