“Αμελλητί” και ολίγον αιρετικά

Ο Δημήτρης Γαλλής

Γράφει ο Δημήτρης Γαλλής

Το άρθρο 86 του Συντάγματος προβλέπει:

«1.- Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.

  1. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3. Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
  2. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών»

Η επικρατούσα ως σήμερα ερμηνεία θεωρεί ότι μόλις κάποιος ανακριτικός υπάλληλος λάβει οποιοδήποτε στοιχείο, ακόμη και απλή μαρτυρία, που εμπλέκει όνομα υπουργού στην έρευνα του αδικήματος, είναι υποχρεωμένος να διακόψει και να διαβιβάσει το φάκελο «αμελλητί» στη Βουλή. Και ενώ το Σύνταγμα δεν το προβλέπει, ο εκτελεστικός νόμος του άρθρου (3126/2003) προβλέπει ότι απαγορεύεται στον ανακριτικό υπάλληλο οποιαδήποτε αξιολόγηση του υλικού. Με απλά λόγια, ακόμη και αν ο μάρτυρας είναι προφανώς αναξιόπιστος, ή το έγγραφο που ενδεχομένως ονομάζει υπουργό ελέγχεται ως πλαστό, ο φάκελος διαβιβάζεται στη Βουλή, χωρίς καθυστέρηση και χωρίς αξιολόγηση. «Αμελλητί».

Θεωρητικά, η έρευνα για τα τρίτα πρόσωπα δεν εμποδίζεται, αλλά στην πράξη η δυσχέρεια (και το εμπόδιο) είναι προφανής εάν πρόκειται για περίπτωση που πράγματι εμπλέκεται υπουργός. Το όνομά του θα εμφανίζεται συνεχώς και η διαδικασία θα διακόπτεται, θα διαβιβάζεται συμπληρωματικός φάκελος στη Βουλή και θα (ξανα) συνεχίζεται.

Στο πρόσφατο παρελθόν βέβαια το «αμελλητί» κάθε άλλο παρά τηρήθηκε: Είναι αποδεδειγμένο ότι στην περίπτωση του λεγόμενου σκανδάλου Novartis η τότε Εισαγγελία Διαφθοράς (νυν Οικονομική Εισαγγελία) είχε διενεργήσει επί μακρόν έρευνα και συλλογή στοιχείων κατά υπουργών χωρίς να ενημερώσει τη Βουλή και χωρίς άδεια αυτής. Είχε μάλιστα φροντίσει να υπαγάγει σε καθεστώς προστασίας τρεις μάρτυρες, πριν διαβιβάσει το φάκελο στη Βουλή.

Μετά τη διαβίβαση του φακέλου, η Βουλή είναι η μόνη αρμόδια να ασκήσει δίωξη και να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Εδώ εντοπίζονται κάποιες αντιφάσεις. Κανονικά προκαταρκτική εξέταση σημαίνει ότι δεν υπάρχει κατηγορούμενος και ότι η διενέργειά της αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για να αποφασιστεί αν πρέπει να ασκηθεί δίωξη. Δίωξη σημαίνει, ότι έχει προσδιοριστεί η πράξη, ο φερόμενος ένοχος και ενδείξεις ικανές για τη στηρίξουν. Στην περίπτωση υπουργού συνεπώς, ασκείται δίωξη, άρα (πρέπει να) ονομάζεται αυτός και οι πράξεις του και στη συνέχεια διενεργείται απλή έρευνα για να διαπιστωθεί αν η δίωξη στέκει. Όλα αυτά απορρέουν κυρίως από τις διατυπώσεις του άρθρου 86 και την ερμηνεία που επικράτησε. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;

Το «αμελλητί» σημαίνει ότι θα πάει ένας άδειος κατά κανόνα φάκελος στη Βουλή. Αν μείνουμε σε αυτό πρόταση δίωξης δεν μπορεί να σταθεί. Αν θέλουμε να γίνει σοβαρή έρευνα, πρέπει να ασκηθεί δίωξη στον υπουργό, χωρίς στοιχεία, για να διεξαχθεί στη συνέχεια η έρευνα. Άρα να τον σπιλώσουμε, πριν τον απαλλάξουμε. Πολιτικά, και έτσι χαμένος και αλλιώς χαμένος ο υπουργός. Είναι λογικό;

Ξαναδιαβάζοντας το άρθρο 86 μπορούμε να σταθούμε σε ορισμένες σταθερές: Απαγορεύεται σε ανακριτικό υπάλληλο έρευνα κατά υπουργού χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής. Μετά τη διαβίβαση του φακέλου, η Βουλή, αν κρίνει, ασκεί δίωξη και ακολουθεί η προκαταρκτική έρευνα. Τι γίνεται αν η Βουλή κρίνει ότι ο φάκελος δεν είναι πλήρης για άσκηση δίωξης, αλλά η έρευνα πρέπει να συνεχιστεί, όπως είναι το πιο πιθανό και λογικό;

Στην ως τώρα πρακτική απορρίπτεται η τυχόν υποβληθείσα πρόταση δίωξης. Όμως το Σύνταγμα δεν απαγορεύει στη Βουλή να δώσει ρητή άδεια στις δικαστικές αρχές να συνεχίσουν την έρευνα και όταν κρίνουν ότι αυτή ολοκληρώθηκε να τη διαβιβάσουν στη Βουλή «χωρίς αξιολόγηση» όπως (κατά τη γνώμη μου αντισυνταγματικά) προβλέπει ο εκτελεστικός νόμος. Και τότε, με πλήρη στοιχεία, να αποφασιστεί η δίωξη ή η αρχειοθέτηση.

Ανάλογη (όχι ίδια) ενέργεια, υπήρξε πάλι στο πρόσφατο παρελθόν και πάλι στην υπόθεση Novartis. Η τότε πλειοψηφία, με δεδομένο ότι τα φερόμενα αδικήματα είχαν παραγραφεί (με τα τότε ισχύοντα του Συντάγματος) έκρινε (απολύτως προσχηματικά) ότι το αδίκημα ξεπλύματος χρήματος, προερχόμενου από δωροληψία δεν σχετίζεται με τα υπουργικά καθήκοντα (!) και επέστρεψε το φάκελο στη Δικαιοσύνη, η οποία και ολοκλήρωσε την έρευνα, απαλλάσσοντας στη συνέχεια και τους δέκα πολιτικούς.

Η ενδεδειγμένη λύση, όταν ένας φάκελος για υπουργό διαβιβάζεται στη Βουλή, είναι πάντοτε αυτή να δίνει άδεια στη Δικαιοσύνη να ολοκληρώσει την έρευνά της και κατόπιν (η Βουλή) να αποφασίζει για την ποινική μεταχείριση του Υπουργού, Με αυτόν τον τρόπο, απολύτως σύμφωνο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, με το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, αφενός διενεργείται αξιόπιστη και ανεξάρτητη έρευνα από τους καθ΄ ύλη αρμόδιους και εκπαιδευμένους, χωρίς να εμποδίζεται στη συνέχεια η κυριαρχική απόφαση της Βουλής για άσκηση δίωξης, αφετέρου αποφεύγονται η δια της διώξεως αχρείαστη και πρωθύστερη σπίλωση ονομάτων υπουργών, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί στη συνέχεια ότι δεν έκαναν τίποτε και φυσικά όλες οι υποκριτικές παραστάσεις στις «ειδικές κοινοβουλευτικές επιτροπές» (δήθεν «εισαγγελείς») όπου ασκείται κακή πολιτική και βιάζεται κάθε έννοια νομιμότητας και ορθής απονομής δικαιοσύνης.

Το άρθρο 86 αποτελεί, δυστυχώς, κάκιστη ρύθμιση και πρέπει τάχιστα να τροποποιηθεί. Ως τότε, μπορεί να ερμηνευθεί και να εφαρμοστεί καλύτερα και αποτελεσματικότερα.

Αρκεί να υπάρχει και πολιτική βούληση και ανάλογο κοινοβουλευτικό ήθος.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ